Πέμπτη, Οκτωβρίου 13, 2005

αγαλματάκια ακίνητα


photo by uther pendragon.
Bραδυ Σαββατου προς Κυριακη πρωι εβλεπα ονειρο μια μεγαλη φωτια ημουν σε μια σκοτεινή ακρη η σκυλα μου κι εγω , ειμασταν πολυ νεοι και οι δυο ,χρονια πριν,καθομαστε και βλεπαμε τις μεγαλες φλογες ,μας τσουρουφλιζε ελαφρως το κουτελο , στις μυτες μας μυρωδια του καμενου, νοιωθαμε δεος για μια τοσο μεγαλοπρεπη φωτιά που ετρωγε τα παντα,δεν μας ενοχλουσαν οι καπνοι ,ειχαν μαγνητιστει τα ματια μας από την μεγαλη λαμψη και τα παραμυθια της.
Ανοιξα το πρωι τα ματια μου κι ειδα τη σκυλα μου να κοιμαται ησυχη διπλα στο κρεββατι μου,δεν υπηρχε ουτε καπνος ουτε φωτια ,ηταν ένα ησυχο πρωινο Κυριακης.
Απ’τα μισανοιχτα παντζουρια ερχοταν ενας ηλιος πρωινος γλυκος .
Μου φανηκε πως αν απλωνα το χερι μου στο φως θα μπορουσα να το πιασω ,ένα φως παχυρευστο σαν μελι.
Καθησα στο κρεββατι θαμπωμενος ακομα απ’την φωτια του ονειρου ,η σκυλα μου δεν ελεγε να ξυπνησει,εμοιαζε σα να βλεπει ονειρο κι εκεινη. Κατι ακουγοταν απ’εξω ,κατι ασυνηθιστοι ηχοι,κατι σαν βουισματα,σαν μουρμουρητο ,σαν ρυθμικες αναπνοες,ψυθηροι,αγκομαχητα.
Σαν καποιος η καποιοι να σιγοκλαιγε, τρομαξα.. Βγηκα στο μπαλκονι ,δεν συνεβαινε τιποτα ιδιαιτερο ,μονο εκεινο το φως σαν μέλι να χυνεται παντου εξω,ένα ζεστό χειροπιαστο φως που σου εφτιαχνε την διαθεση,όμως μετα από λιγο προσεξα τα κτιρια να κουνιουνται ,για την ακριβεια δεν ηταν τιποτα ακινητο,το πεζοδρομιο ετρεμε τα σπιτια φουσκωναν και ξεφουσκωναν,οι κεραιες στις ταρατσες επαιζαν σαν να χαιρετουσαν, το ιδιο και οι καπνοδοχοι,παραθυρα ανοιγοεκλειναν προσεξα την απεναντι πολυκατοικια την εβλεπα να κονταινει τοσο που να διακρινεται η Ακροπολη πισω της και μετα παλι σιγα σιγα να ψηλωνει, εν τω μεταξυ το βουητο μεγαλωνε, ψιθυροι κι αλλοι ψιθυροι και κατι σαν συρτο τραγουδι ακουγοτανε και μαζι γελια και αγκομαχητα ερωτικα,φωνες και καμπανακια ,και κλαματα ακούγονταν,όλα μαζι Δεν μου ηταν δυσαρεστο να τ’ακουω όλα αυτά ταυτοχρόνως ,σαν μια μουσικη ,ενας ρυθμος που μ’εβαζε μεσα του,εμπαινε μεσα μου,σα να χορευε ολη η πόλη κι εγω ενοιωθα το ρυθμό της σα να ειχε ζωντανεψει η πόλη .
Μιλουσε και κουνιοτανε,πρωτη φορα εκεινο το πρωινο Κυριακης μπορουσα ν’ακουω και να βλεπω την πόλη να ζει,ειχε μια φωνη που σε συνεπαιρνε και ταυτοχρονα πολλες φωνες μαζι ,πολλα τραγουδια ,πολλες ζωες μαζι δεμενα με ένα ρυθμο σαν ανασα Μια ενωση συνεβαινε εκεινη την ωρα,κατι που μπορουσα να καταλαβω και να το φχαριστηθω μαζι,ηταν ωραια και ζωντανα,χτυπουσε η καρδια μου κι ενοιωθα ότι όλα ειχαν αποκτησει μεγαλο ενδιαφερον,μαγεία για μενα όλα ειχαν το κεφι και την διαθεση να μου μιλησουν ολα τα εβλεπα πιο καθαρά ,τα εβλεπα και γελουσα από χαρα,σιγοτραγουδουσα κι εγω,σιγομουρμουριζα μαζι μ’ολους τους ηχους που ακουγα, συμετειχα στο τραγουδι της πολης .Μπορουσα ν’ακουω τι ελεγε το απεναντι πευκο στις τριανταφυλλιες του κηπου μου,μπορουσα ν’ακουω τι τραγουδουσε μια μελισσα που στριφογυριζε τις τριανταφυλλιες, ν'ακουω την γειτονισα απο κατω να γελαει και να παραπονιεται μαζι που ειναι μονη.
Ειχε ξυπνησει πια κι η γερικη σκυλα μου ,κι ασφαλώς μπορουσα να την ακουσω να μου μιλαει.
-Σηκω να ντυθεις να φυγουμε ,παμε να φυγουμε σημερα που είναι τοσο ωραια μερα και μπορουμε να μιλήσουμε και να συννενοηθουμε ,ελα παμε να φυγουμε.
-Που θες να παμε? Τη ρωτησα.
-Παμε ν’αφησουμε το σπιτι μας ,να μενουμε στους δρόμους ν’αλητευουμε ,να γνωριζουμε φιλους καινουργιους να τους βοηθαμε και να μας βοηθουν,να τους αγαπαμε και να μας αγαπουν .
Η φωνη της που πρωτη φορα ακουγα μου φανηκε οικεία,σα να ειχαμε ξαναμιλησει.
Βιαζοτανε να με πεισει ,να προλαβει να χρησιμοποιησει κάθε επιχειρημα για να φυγουμε ,ν’αλλαξουμε αυτή την στιγμη ζωη.
-Είναι πια αργα για τετοιες περιπετειες,εισαι πια δεκαπεντε χρονων,για τα σκυλια είναι βαθεια γεραματα ,δεν βλεπεις καθολου απ’το ένα ματι κι απ’το άλλο ελαχιστα,πώς να σε παρω στους δρόμους που μονο frieskies ξερεις να τρως ,και μεχρι την κοντινη πλατεια εχεις παει βολτα.
Συνεχιζε ακαθεκτη:
-Τωρα που το ειδες πως όλα ζωντανεψαν ,τι άλλο θες να με πιστεψεις ,ελα να βγουμε στους δρόμους,να ψαχνουμε τα σκουπιδια ,να κανουμε αλλοκοτες παρεες ,να κοιμομαστε οπου βρουμε,,να χαζευουμε τους περαστικους,
Ακουγα το τραγουδι της πολης απ’εξω που συνεχιζοταν κι ομορφαινε, ακουγα και την σκυλα μου αφωνος,εριχνα κλεφτες ματιες από την ανοιχτη μπαλκονοπορτα ,συνεχιζοταν ο χορος των πολυκατοικιών ,ένα θαυμα παιζοταν εκεινη την στιγμη,κατι ομορφο μαγικο και παραξενο .
-Αναμεσα στα σκουπιδια υπαρχουν λουλουδια
-Αναμεσα στα σκουπιδια υπαρχουν λουλουδια
Το λεει και το ξαναλέει τραγουδιστα με το ρυθμο που βουιζει ολη η πόλη
Χορευει τραγουδαει να με ξεκολησει να με πεισει .
Πήγε και στολίστηκε με κατι κουρελια και φτερά ,χορευει και τραγουδαει για να με πεισει.
-Υπαρχουν παιδια στους δρόμους που τα δινουν όλα για την αγαπη
-Πάμε να ζησουμε όση ζωη μας μενει εκει
-Παμε να βρουμε ο,τι δεν ζησαμε εκει .
Σηκωθηκα κι εγω απ’το κρεββατι μου ,ενοιωσα να μπαινω μεσα στον ρυθμο που χορευαν όλα γυρω μου ,στριφογυριζα κι εγω,γυρω,γυρω,στριφογυριζα όλα ειχαν γινει ένα ,το βουισμα ,το δωματιο,το φως,το χτυποκαρδι μου, μονο σταθερο σημειο ηταν πια η φωνη της σκυλας μου : παμε εξω στους δρόμους ,παμε εξω στην αγαπη,παμε εξω στα σκουπιδια ,παμε εξω μες τη νυχτα.
Μετα ακουσα το σιριστικο της κλαμα ,αυτό που ακουω κάθε πρωι όταν θελει να την βγαλω βολτα μεχρι την απεναντι πλατεια ,μια ζαλη δυνατή ενοιωσα και επεσα στο κρεββατι μου,εκλεισα τα ματια μου.
Δεν κουνιοταν ουτε ακουγοταν τιποτα όταν συνηρθα.
Όλα ειχαν παλι μαρμαρωσει ,γνωστη σιωπη της Κυριακης,καποιο αυτοκινητο περνουσε από τον δρομο ,μονο αυτο ακουσα, τιποτα άλλο.Η απεναντι πολυκατοικια σταματησε τα παιχνιδια ,στη συνηθισμενη θεση να μου κρυβει την θεα προς την Ακροπολη.
Η σκυλα μου δεν ηταν παρα ένα γερικο σκυλι που δεν βλεπει πια καλα,κοιμαται πολλες ωρες στο καλαθι της, και δεν θελει μεγαλες βολτες ,το πολυ μεχρι την απεναντι πλατεια.

eXTReMe Tracker