Τρίτη, Απριλίου 25, 2006

Στης παλάμης το στερέωμα

photo by just a name thingie


Κι αν ήταν ο κόσμος όλος, μια χούφτα, πώς θα χωρούσε μέσα της δεν ξέρω, αλλά λέω, αν ήταν, νομίζω πως κάπου στον καρπό θα ξεκινούσαν όλες οι θάλασσες, θα τρέχαν τα νερά στα αυλάκια της δούλεψης, τόσο πολύ που δούλεψες καμιά μάντισσα δε βγάζει άκρη με τις γραμμές σου.
Νομίζω, πως τα παιδιά θα μαζεύονταν στους πρόποδες του αντίχειρα, κι ας φώναζαν οι λαοί να κάνουν ησυχία στον τόπο του τοτέμ, εκεί όμως θα πηγαίναν τα παιδιά, κοντά σε τούτο που δεν πρέπει να βεβηλώσει κανείς, κοντά σε εκείνο που τα δέχεται με χαμόγελο κατανόησης. Εκεί, στους πρόποδες του αντίχειρα, τα παιδιά θα ανάβανε φωτιές με τα μάτια τους, τόσο μικρός που θα 'ταν ο κόσμος, θα περίσσευαν τα προσανάμματα και όλα τα συναφή.
Ανάμεσα στο μικρό το δαχτυλάκι και τον παράμεσο, εκεί σε αυτά τα αλληλοεξαρτούμενα δάχτυλα, αυτά που τα ενώνει ένα κόκκαλο, αυτά που είναι αδύνατον η κίνηση του ενός να μην επηρρεάσει το άλλο, μέσα εκεί, λοιπόν, θα 'ταν η θέση για την κουνιστή καρέκλα της γιαγιάς. Να ταλαντεύεται γλυκά, κάτι θλιμμένα απογεύματα, να θυμάται πως κάποτε την πρόσταζε το σώμα της, τότε που κι εκείνο τη θυμόταν με τη σειρά του, να θυμάται όλους εκείνους που την ξέχασαν, να θυμάται τη γυναίκα που από μέσα της φεύγει. Όλα τα ανατριχιάσματα, σαν ελεγεία θα απλώνονταν απ' το παράθυρο, θα χάιδευαν τα αναρριχώμενα ρολόγια του κήπου.
Στη ράχη του χεριού, θα ξεμπλέκονταν όλα τα πάθη των πανηγυριών, θα τα ζωγράφιζε ο λυράρης εκεί επάνω, ναι, μονάχα εκείνος ξέρει, ο επιτήδειος που κινεί τις ψυχές, με τις χορδές για κορδόνια, η λα στα χείλη, η ρε στον αναστεναγμό, η ντο σε κάθε σου ξεκίνημα. Πάνω στη ράχη του χεριού, θα 'ταν τόση η άπλα, που των ανθρώπων τα βήματα θα γίνονταν αράδες μιας μικρής ιστορίας και, σίγουρα θα είχε έρωτα μέσα της αυτή η ιστορία, μα πιο πολύ θα είχε χώμα, ιδρώτα, βροχή, απελπισία και καθαρτήριο δάκρυ. Θα 'χε και όλα σου τα ντροπαλά τα βλέμματα, δεν ξέρω πώς βρίσκω τη δύναμη να απαιτήσω τέτοιο πράγμα, μα μέσα στην ιστορία των ανθρώπων θέλω να χωρέσω και τα ντροπαλά σου βλέμματα.
Πέντε δάχτυλα, που λες, ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα, ο πατέρας κι εσύ και το χέρι ολόκληρο μια πατρίδα, το χέρι ολόκληρο ένα σπιτικό που ποτέ δε σε ένοιαξε αν έχει αυλή ή όχι, ποσώς σε ενδιέφερε αυτό το πράγμα, μονάχα που κάποιες φορές οι προεκτάσεις της χούφτας ήταν για σένα κάτι δικό σου, ολόδικό σου ήταν κι ας σε ρωτούσα πάντα τι είναι αυτό, εσύ μου έλεγες για τη χούφτα, κοίτα, έλεγες, εδώ χωράει ο κόσμος όλος.
Σου 'κανα πάλι το χατήρι, κι είπα να χτίσω ένα σπίτι στο όρος της Αφροδίτης, αγάπη το λένε, φώναζες εσύ, μα εγώ θυμόμουν της τσιγγάνας τα λόγια κι ας μην τα πίστεψα ποτέ "στο όρος της Αφροδίτης σε βρήκε το πρώτο σου ξημέρωμα". Έτσι τό 'μαθα, δε φταίω εγώ, κει ξημερώθηκα με την πρώτη μου ανάσα, σ' ένα βουνό που όλοι λένε ότι είναι της Αφροδίτης. Της αγάπης είναι, επέμενες εσύ, κι όσο κι αν αρνιόμουν να υπακούσω, συμβιβάστηκες λέγοντας πως ίσως να είναι το ίδιο τελικά, μα εγώ θέλω να είμαι ακριβής, ίδιο δεν είναι, κάθε γράμμα πάει σε άλλη ρότα. Απ' το άλφα στο γάμμα, το ταξίδι είναι αλλιώς, απ' το άλφα στο φι, είναι η γειτονιά μου, άκουσέ με, κει ξημερώθηκα πρώτη φορά, αυτή είναι η δική μου πατρίδα.
Μα σου 'κανα το χατήρι, σου 'πα, πού είναι η αγάπη δεν ξέρω, μα να πάμε, μονάχα μην ξεχάσουμε να πάρουμε προμήθειες και κοίτα να αντέξεις τη ζέστη, προετοιμάσου, θα περπατήσουμε πολύ. Ανάμεσα στα δάχτυλα, φεγγάρι απριλιάτικο στα μάτια σου, με κοίταζες κι έμεινα πάλι με την απορία, να μην ξέρω αν συμφωνείς ή όχι, να μην ξέρω αν μέσα σου κρύβεται η απόλυτη γνώση ή η άγνοια τελικά, μα τι σημασία έχει.
Ίσως να μου κάνεις κι εσύ με τη σειρά σου το χατήρι, τόσο μικρός που είναι ο κόσμος, σε μια χούφτα χωράει, κι ό,τι είναι μακριά, ό,τι είναι απέναντι, αναγκαστήκαμε όλοι μας να το αφήσουμε απ' έξω.

eXTReMe Tracker