Δευτέρα, Ιανουαρίου 09, 2006

Χριστούγεννα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας



photo by An-Magi.
Επρεπε να την ρωταω συνεχως, να τρωω τις απαντησεις της σαν ζεστα ψωμακια,να χανονται οι απαντησεις, να μενουν οι ερωτησεις μου ερεθιστικες ,να μην κουραζονται να ειναι σχεδον απειλητικες σαν τιγρεις που τεντωνονται να ορμηξουν ,να ειναι σχοινοβατες που ακροβατουν στο τειχος γυρω της , στο τειχος μιας φυσικης σιωπης ,ενος κενου ασφαλειας που την περιεβαλε ,μιας αποστασης που δεν με εμποδιζε ομως να υποψιαζομαι οτι κατι κινειται και μαλιστα με οργιωδη ρυθμο πισω του.Ηθελα με καθε τροπο να βρω δρομο να πλησιασω σ’αυτον τον οργιωδη ρυθμο.
Οι τιγρεις μου απειλουσαν την αποσταση που εκεινη ασταματητα δημιουργουσε μεταξυ μας σαν προστασια της η παρηγορια.
Δεν ηταν αναγκη να ρωταω την ιδια ,οχι ,δεν χρειαζοταν να εκθεσω ολες τις αμφιβολιες μου στ’αυτια της ,μπορουσα να ρωταω μονος μου ,ευρισκα ενα ησυχο μερος που μπορουσα να σκεφτω ανενοχλητος, να ψαχνω να βρω τις εκδοχες των απαντησεων της,να διαλεγω την πλησιεστερη προς αυτην που εκεινη θα διαλεγε και να την θεωρω απαντημενη, δεν ενοιωθα τοτε τον κινδυνο να στηριχθω σε λανθασμενες υποθεσεις και να οδηγηθω χωρις μαλιστα καθολου δικη της ευθυνη σε λαθος ατραπους.


Ηθελα παντα να σε ρωτησω για εκεινη τη νυχτα που ηρθες να με βρεις εκει στην παραγκα της Λεωφ.Αλεξανδρας,τοτε που πουλουσα χριστουγενιατικα ελατα ,αν ηξερες πως δεν ημουν ο ανδρας σου,παρα μονο ο αντικαταστατης του για δυο μερες,κι αν ολη εκεινη η στοργη απευθυνοταν σε κεινον ή σε μενα που δεν ηξερες και με γνωρισες τοτε μεσα στο χριστουγενιατικο κρυο και στο σκοταδι.Ηταν αληθεια ή ηταν υπεκφυγη πως αργησες να καταλαβεις οτι ημουν αλλος κι οταν το καταλαβες ηταν πλεον αργα,ειχες μπλεχτει σε διχτυα. Κι αφου δεν το ειχες καταλαβει γιατι χρησιμοποιουσες κατι λογια κατι εκφρασεις κατι μοιρολογια που μονο εγω θα μπορουσα να εκτιμησω,οχι γιατι διεκδικω καποιου ειδους μοναδικοτητα αλλα γιατι ηταν ,ειμαι γι αυτο σιγουρος, ατοφια αποσπασματα απ’τη δικη μου ζωη Και πώς ηξερες οτι αυτα τ’αποσπασματα οπως τα τραγουδουσες σχεδον εκεινο το βραδυ θα λειτουργουσαν επανω μου ετσι οπως λειτουργησαν,που το σκαρφιστηκες αυτο το κολπο;
Μετα παντα θα αναρωτιεμαι πως ηταν δυνατον να εισαι τοσο ερωτικη,τοσο πολυ, θελοντας απλως ευχαριστησεις καποιον,να τον κανεις να νοιωσει ευχαριστα χωρις να θες εσυ για τον εαυτο σου να νοιωσεις αντιστοιχα ,μου το εδειξες οτι δεν ηθελες η δεν μπορουσες να νοιωσεις με το σωμα σου την εκσταση που μ’εκανες να νοιωθω,σα να σου ελειπε το κορμι απο την μεση και κατω , εκεινο που γιορταζε τοτε τι ηταν;…πες μου πώς ενοιωθες εσυ την εκσταση,εγω παντως σ’ενοιωθα να χορευεις,να την χορευεις την εκσταση, ας μην στεκοσουν σε ποδια ,ας μην μετειχε το δικο σου σωμα ,κι ας στεκοσουν στον αερα σαν αγία της αγαπης και της αμαρτιας μαζι.
Μετα την αλλη μερα το πρωι ειχε γινει ποταμι η Λεωφ.Αλεξανδρας απ’την βροχη εκεινη την ξαφνικη, μου εδειχνες πως τα νερα δεν ετρεχαν προς τα κατω αλλα σαν παλιρροια ανεβοκατεβαιναν μαγνητισμενα ποιος ξερει απο τι.
Ειχες φορεσει τοτε τα φορέματα της μητερας μου, πες μου απο που τα ξεσηκωσες,κι ησουν καποιες στιγμες οταν ανεβαιναν τα νερα στοργικη και απαλη και τις αλλες στιγμες νευρικη και ταραγμενη,βιαζοσουν που τρεχει ο χρονος και δεν τον προλαβαινουμε ή δεν τον χορταινουμε.Μετα θελω να σε ρωτησω γιατι απροσδοκητα σωπασες και δεν μου μιλουσες ,μια κρυφη ανησυχια σε ταραζε και δεν μ’εβλεπες ,δεν σε χωραγε ο τοπος εκει παραμονες χριστουγεννων,δεν την ηθελες αυτην την αποικια των εμπορων χριστουγενιατικων δεντρων που ερχονται απο τον Ελικωνα και την Πινδο και τον Παρνωνα να πουλησουν ελατα και αρωματίζεται η Αλεξανδρας δασος ,δασος μυστικο,δασος που ξερει να κραταει τα μυστικα του,εσυ δεν μιλουσες μονο σκεφτοσουν τα παιδια σου που ηταν μακρυα απ’τη μερια του μελλοντος η σε καποιο παρελθον,πού ηταν τα παιδια σου δε μου το εντοπισες ποτε ,ουτε ποιανου ηταν ή θα ηταν τα παιδια σου δεν μου το αποκαλυψες.Την ωρα που εφευγε το φως του ηλιου κι ακουστηκαν καμπανες απο μακρυα ειπα να σε παρω τηλεφωνο,δεν ηθελα να κανω αλλο υπομονη , εσυ απαντησες πως δεν με γνωριζες ,κανετε λαθος ,ειπες με σιγουρη φωνη,αφηστε με κι εχω μαστορα να μου φτιαξει το σπιτι κι ολη τη νυκοκυροσυνη,ετσι μου ειπες κι αυτο με τα χρονια εμεινε χωρις εξηγηση,γιατι αραγε ενοιωσες τετοια σκληροτητα εκεινη την παραμονη των Χριστουγενων ή δεν θυμαμαι Πασχα ητανε ,ειπες εκεινα τα βαρια λογια και μετα το μετανοιωσες κι ηρθες εκεινο τον βροχερο Δεκεμβρη να με βρεις στην Αλεξανδρας.
Με πηρε ενας απροσδοκητος απογευματινος υπνος με την πορτα της καλυβας ανοιχτη και την εντονη αισθηση πως τελειωνουν οι μερες που γιορταζουμε αυτη τη βουνισια γιορτη των κομενων ελάτων,και πως σε λιγο θα καψουμε οτι δεν πουληθηκε θα στειλω τις εισπραξεις στον ανθρωπο που μ’εβαλε στη θεση του,θα φυγεις κι εσυ να πας στη δουλεια σου στους δικους σου δεν ξερω που ακριβως πας οταν φευγεις ,πες μου προς τα που κατευθυνεσαι σε ποια ανεση ,ποια ζεστασια ,ποιο δωμάτιο σε περιμενει να σε συμμαζεψει,να γινεις κανονικη,απλη χαρουμενη και συνηθισμενη.
Θελω να σε ρωτησω για εκεινο το χαμογελο το τοσο μαγνητικο που μου απηυθηνες οταν σου ειπα οτι δεν αντεχω να εισαι τοσο απροσδοκητη,εκεινη την ωρα κατοικουσες σε αλλο προσωπο,ησουν μια κοπελλα που πεθανε ,μαλλον σκοτωθηκε πριν χρονια ,μια που αγαπησα πολύ γιατι ενοιωθε αυτη τη ζωη ματαιη και συνεχως την περιγελουσε ,την ανακαλυψες κι αυτην κι εχεις διαλεξει μαζι να περιγελατε την ζωη και με την ιδια κομψοτητα.Μετα αλλη μια ερωτηση ειναι γιατι σε ηδονιζειτόσο, σε φερνει σε σημειο παραλογισμου ,σε κεντριζει ,σε εξαπτει να κατρακυλαω,να τσουλαω προς την απωλεια προς το ανισορροπο,την αδυναμια,την συνεχη αδιακοπη αναζητηση σου.Δεν θα το θυμασαι πια που σε ειχα δει μια φορα στο δρόμο πριν γνωριστουμε ,ειμασταν εντελως αγνωστοι τοτε, δυο ανθρωποι που γεννηθηκαν σε αλλες γειτονιες σε αλλες αυλές, εκεινο το απογευμα ησουν νεα και κρατουσες απ’το χερι εναν τεραστιο ανδρα σαν αγαλμα ακινητο στις εκφρασεις του, αμιλητο τον οδηγουσες σε οδηγουσε σ’ενα δωματιο αδειο ξενοικιαστο , ειχες τα κλειδια, ουτε κουβερτα στο πατωμα,μονο χιλιοπατημενο μωσαικο κι εσυ γυμνη να παγωνει η πλατη σου απ΄το μωσαικο ,να δεχεσαι ,να μαθαινεις πώς δεχονται,πες μου ποσο σε ειχε εκεινος ο αμιλητος,ποσο ενοιωθες δικη του εκεινη την στιγμη ,ποσο τον αφηνες να αγγιξει την ψυχη σου.Μετα θελω να ξερω πώς γινεται απο τα ελαχιστα μισολογα μου να διαβασες ολο το παρελθον μου ολες μου τις αναμνησεις ,τα δακρυα,τις μουσικες ,ολες τις παραξενες νυχτες ,πώς εμαθες τι με λιωνει τι με σβηνει,τι με αναβει σαν κερι,τι με εξαγριωνει ,πως εγινε απ’τη σιωπη μου να τα αναπαραστησεις ολα με τοση ακριβεια,θελω να σε ρωτησω πού με ξερεις,πώς με διαβαζεις. Κι οταν μια φορα ξυπνησα κακοδιαθετος ακομα ναρκωμενος απο κακο υπνο ,βουτηγμενος στην πικρα και την χολη,εσυ μ’αφηνες να ειμαι κακος ,να ειμαι επιθετικος και χαμογελουσες,και με υπομονη περιμενες να μαλακωσει η ψυχη μου και δεχοσουν την κακια μου σαν κατι φυσικο που επρεπε να ανεχτεις,να το δικαιολογησεις να το ακολουθησεις να το αγαπησεις ,πως γινεται ν’αγαπας κατι ,που σε διωχνει,σε βασανιζει ,πως γινεται να ειναι τοσο σοφη με τα παθη μου τα σκοτεινα.
Στο τελος μαζευτηκε σ’εκεινη την χριστουγενιατικη παραγκα κοσμος πολυς κρατουσαν κερακια,γριες γυναικες ,βασανισμενα προσωπα,μια γιαγια σε χαιδευε για κατι σε παρακαλουσε,εσυ γελουσες ,ανδρες που προσευχονταν γονατιστοι,ενας κρατουσε ενα ξυλινο σταυρο κι εκλαιγε ολο εκλαιγε,κατι εφηβοι φρεσκοπλυμενοι μακρυμαληδες εψελναν για τα χριστουγεννα, εσυ χωρις το μισο κορμι σου ,απ΄τη μεση και κατω δεν υπηρχες, γλιστρουσες αναμεσα τους με μια φουρια και κοκκινα μαγουλα, ηθελες ολους να τους συγχωρεσεις ,ολους να τους ευχαριστησεις ,ολους να τους απατησεις ,ηθελες ενα κομματι απο εναν κοσμο που ποτε δεν ειδα χειροπιαστο,μονο μου τον διηγηθηκες εκεινη την πρωτη νυχτα στην κρυα παρανγκα αναμεσα σε κομενους κορμους ελατων,πες μου αν υπαρχει ο κοσμος που μου διηγηθηκες ,πες μου αν υπαρχει ,πες μου αν υπαρχεις ,απαντησε μου σ’αυτο.

7 Comments:

At 2:50 π.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Όλες οι απαντήσεις είναι μέσα σου όπως πάντα...

 
At 10:28 π.μ., Blogger Magica de Spell said...

"θελω να ξερω πώς γινεται απο τα ελαχιστα μισολογα μου να διαβασες ολο το παρελθον μου ολες μου τις αναμνησεις ,τα δακρυα,τις μουσικες ,ολες τις παραξενες νυχτες ,πώς εμαθες τι με λιωνει τι με σβηνει,τι με αναβει σαν κερι,τι με εξαγριωνει ,πως εγινε απ’τη σιωπη μου να τα αναπαραστησεις ολα με τοση ακριβεια,θελω να σε ρωτησω πού με ξερεις,πώς με διαβαζεις"

 
At 7:04 μ.μ., Blogger xryc agripnia said...

Εγω ενα welcome back ηθελα να πω.

 
At 12:39 μ.μ., Blogger neraida said...

Όλα υπάρχουν στην ροή της ενέργειας μεταξύ των ψυχών. Δεν υπάρχει τίποτα στην παγωμένη λεωφόρο. Κάπου στο όνειρο θα συναντήσεις κι άλλες ερωτήσεις. Τις απαντήσεις θα στις δώσουν βλέμματα, ανάσες, αγκαλιές και δάκρυα, ποτέ όμως δεν θα είναι κανένας σίγουρος τι υπάρχει τελικά. Η ύπαρξη είναι φυλακή που μας εγκλωβίζει όλους μας σε ένα ανυπόφορα δαιμονικό χορό.

 
At 8:46 μ.μ., Blogger elpinor said...

Προς anonymous :για το καθρεφτακι ευχαριστω κι εσενα καλη μου Μagica για το δικο σου καθρεφτακι που ειναι παντα μαγικο,archive καλως σε ξαναβρηκα,νεραιδα τα κλουβια κι οι χοροι οι δαιμονικοι τι ωραια εικονα.

 
At 2:30 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Κάτι αποκριάτικο δε θα μας γράψεις; Είναι τόσο πολλές οι μάσκες τριγύρω... Σίγουρα τις έχεις δει!
Σου χαμογελώ :)

 
At 11:35 π.μ., Blogger ellinida said...

Oμορφο κείμενο , αραχνούφαντο .
Υπάρχει άραγε αυτός ο κόσμος ?

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home

eXTReMe Tracker