Τρίτη, Αυγούστου 23, 2005

μετά θάνατον



photo by blackcoil.
Θα ελειπα για παντα ,δεν είναι ευκολο να το αντιμετωπίσεις ,να το παραδεχτείς,κυριως αν βαστιεσαι μεχρι την τελευταια σου στιγμη από καποιες αγαπες και κοντινους ,ζεστους δικους σου ανθρωπους.
Στην αρχη πώς να τα βγαλεις περα με την ιδεα ότι θα χαθεις απ’τον οριζοντα τους; για παντα,δεν θα σε εχουν ,τουλαχιστο χειροπιαστο δεν θα σε εχουν,δεν θα τους στηριζεις πια.Το ποσο εχουν πραγματι την αναγκη σου είναι άλλη υπόθεση.Ενοιωθες πολυτιμος γι αυτους , νοιωθεις ακόμη ετσι, είναι οδυνηρό που δεν θα σ'εχουν.
Δεν ημουν ενας φρονιμος πεθαμενος,δεν ησυχαζα,οι καλοι ανθρωποι που με υποδεχτηκαν απ'την αλλη μερια του ποταμου χαμογελουσν με τις ανησυχιες μου,με κοιτουσαν μ’ένα μαλλον στροργικο χαμογελο κι απαντουσαν πανομοιοτυπα στις επανηλημενες ερωτησεις μου: -Ηρέμησε, με τον καιρο θα περασει η ταραχη..
Περνουσε ο καιρος κι εγω δεν ηρεμουσα,δεν ησυχαζα,εβλεπα γυρω γυρω το τοπιο της γαλήνης και της αναπόπλησης και δεν με τραβουσε, με απωθούσε η γλυκια ηρεμία,εγω ετρεμα και τουρτούριζα ,δεν παραδεχομουν τα δεδομένα.
Περνουσαν οι μερες και κραταγα τα ματια μου κλειστα δεν ηθελα τιποτα καινούργιο ν’αντικρυσω,κατι σαν αρωστημενη προσηλωση στην ταπεινη ζωη μου που καπως αποτομα ,είναι αλήθεια ,ειχε διακοπει.
Αρχισαν οι υπευθυνοι αγγελοι να προβληματίζονται,να κοιταζονται στα μάτια με καποια αμηχανια ,εκει πάνω δεν εχεις την αισθηση του χρονου των ζωντανων γιαυτο και ακριβως δεν ξερω ποσο καιρο χρειαστηκαν για να το παρουν απόφαση να με ξαναστειλουν για μια όχι μεγαλη βολτα ,κατω στον κοσμο των ζωντανων.

Μολις μου ανακοινωθηκε ότι θα συμμετασχω σ’αυτή την εκδρομη εγω δεν κρατηθηκα κι εκλαιγα απ΄τη χαρα μου ,δεν μ’ενοιαζε το λιγο η το πολύ .Μου φαινόταν αρκετο κι ένα μονο βλεμμα ενας μονο ηχος, μια συλλαβη απ’οσα ειχα αποχωριστει, σαν να μου δινοταν ο κοσμος ολος πισω.
Ηρθε λοιπον ενας αγγελος σαν στοργικος γιατρος και μου ανακοινωσε χαμογελωντας πως θα κατεβω για τεσσερεις ημέρες κατω.
Μπηκαμε στην καροτσα του φορτηγου ειμασταν επτα ,μετα καμποσες ωρες δρόμο φτασαμε σε μια περιοχη των συνόρων που τη λενε εδώ «Τι κριμα»,αγνοω γιατί.
Ενα μεγαλο ποταμι δεσποζει στο καταπρασινο τοπίο,ο ουρανος είναι γεματος μ’ένα συνταγμα αγγελων που λεγονται Ιπταμενοι Δερβισηδες λενε πως είναι πολύ αγριοι με οσους θελουν να περασουν παρανομα στη γη της επαγγελιας .
Ολοι μας εχουμε μεγαλη ανυπομονησια να κατεβουμε κατω να ξαναδουμε αυτά που αφησαμε
Γυρω γυρω βλεπω μικρους παραποταμους, κυλαει πρασινο νερο πολλες εκκλησιες και τζαμια με χορταριασμενους τρουλους,κι απ΄τις πλαγιες των λοφων επιστρεφουν ταλαιπωρημενοι αγγελοι απ’τις σκοπιες τους, πανε ν’αναπαυτούν στα τάγματά τους .
Εχω απολυτως βρει το κεφι μου ο ονειροπολος ,λατρευω τις στιγμες ,γελω,κοιτάζω μ΄'ενδιαφέρον τους ιπταμενους στριφογυριστους Δερβισηδες ,καπνιζουν ναργιλεδες οταν πατουν στη γη ,ειναι απολαυση να βλεπω τις πτήσεις τους που τρυπουν τα ουράνια στιφογυριζοντας με ταχυτητες γυρω απ'τον εαυτο τους,μετα ειναι και οι αγγελοι γελωτοποιοι ,αρχιζουν τ'αστεια και τα τραγουδια μεχρι να χαμογελασει καθε πικραμένος,νοιωθω μια ζωντανια σπάνια για τετοια μερη.
Ενα πανηγυρι των συνορων συμβαινει εδώ,κι εμεις αναμενουμε τη σειρα μας.
Μας βαζουν σε παραταξη και μας δινουν οι ανωτεροι συμβουλες για την συμπεριφορα μας κατω στη γη.
Ποσο χαιρομαι που θα ερθω σ’επαφη με την πρωην ζωή μου και παλι,σα να κολλανε φτερά στους ωμους της ψυχης μου.
Ενταξει υπαρχει κι ενας σπορος ανησυχιας ,τι θ’αντικρύσω κατω μετα από τοσα χρονια.
Περνουν οι ωρες ,σε λιγο θα παρουμε την εγκριση να μπουμε στη βαρκα,μας δινουν τις τελευταιες συμβουλες,μην πλησιασετε πολύ κοντα τους ζωντανους,θα τους τρομαξετε,να εισαστε παντα δυο-δυο.
Ειμαστε οι λοχοι των τουριστων παρατεταγμενοι ,κατω απ΄το λιοπυρι,
οι αγγελοι αξιωματικοι μας μοιραζουν τις αδειες,μια τελευταια επιθεωρηση,
-Να ειστε σιωπηλοι ..
Στην άπεναντι οχθη είναι νυχτα αν προσεξεις θα δεις κατι αμυδρα φωτακια.
Μπαινουμε στην βαρκα.
Βιαστειτε ,φωναζουν από ψηλα οι αγγελοι δερβισηδες , κομπος στο λαιμο μου,μια αναταραχη στη βαρκα, εχει μεγαλο κυμα ο ποταμός, μια δυνατη βουη και φτασαμε ,ειμαστε πίσω.
Χαιρετισα τους αλλους αδειουχους κι εφυγα να φτασω στη γειτονια μου.
Ηταν ακομη νυχτα ,ηθελα πολύ να την δω,να δω ότι είναι καλα ,να μη την τρομαξω βεβαιως αλλα να την δω,να σιγουρευτω να ηρεμησω,τοση αγαπη που διακοπηκε αποτομα και βιαια ,της οφειλεται μιά φροντιδα, να φέξει μια τελευταια ακτινα ,ένα βλεμμα αγαπημενο και στοργικο Αυτό ηθελα να συμβει, μια τελευταια στιγμη ηθελα, τιποτε άλλο.
Δεν είναι απλα τα πραγματα στην Αθήνα ακομη κιαν εισαι ενας πεθαμένος τουριστας.
Πηγαινα πηγαινα και δεν εφτανα,δεν τελειωνε ο δρομος να πλησιάσω την γειτονιά μου ποιος ξερει ποσος καιρος εχει περασει κι ειχαν αλλαξει πολλα,δεν αναγνωριζα εύκολα δρόμους και διασταυρώσεις , δεν ημουν σιγουρος αν ηταν το Παγκρατι η οι Αμπελόκηποι, χανομουνα ξεκινουσα παλι απ'την αρχή και παλι χανομουνα.
Καποια στιγμη κουραστηκα και μπηκα σ’ένα σπιτι που τρωγανε ολοι τρυγυρω από ένα μεγαλο τραπεζι ,καθησα σιγα σιγα κι εγω
Μιλουσαν ιταλικα όχι ελληνικα,η κυρια ηταν μαλλον η μαννα μου που σερβιριζε το φαγητο ,χυλοπιττες ,τ’αδερφια μου καυγαδιζαν παραδιπλα, σε κανενα δεν φανηκε παραξενο που ημουν κι εγω εκει,δεν μου αρεσαν ποτε οι χυλοπιττες ,τις εφαγα όμως να μη δωσω στοχο.Γελουσαν εντω μεταξυ με κατι αστεια που εβρισκα απολυτως ανοστα και καπως φυτρωνε μεσα μου μια αμφιβολια ,μια διαθεση να φυγω να χαθω μεσα στη νυχτα,σα να μην ηθελα να ειμαι κει μαζι τους, δεν με ζαχαρωνε το κλιμα μεσ'το σπιτι εφυγα χωρις να με καταλαβει κανεις. Βγήκα εξω αποφασισμενος να καταφέρω να βρω το δρομο και τον βρηκα ,βρηκα τη συνοικια, το δρομο,το σπιτι ...ναι αυτό ηταν το σπιτι μου, εδώ στην βεραντα καθομασταν να δουμε τα φωτα της πολης ν'ανάβουν τα βραδακια και με κοιτουσε πολύ βαθειά στα ματια και γεμιζαν τα ματια μου με τα δικα της .
Σ'αυτη την βεράντα ηταν που τσακωνομαστε ,αλλα εκεινη όλα μου τα συγχωρουσε,όλα,όλα.
Αυτό ηταν που δε μ’αφηνε να ησυχασω: H τρελλη ,αφυσικη αγαπη αυτης της γυναικας ,αγαπουσε πολύ ,απιαστα,τα θυσιαζε όλα,σαν θεά αγαπούσε,σ’εκανε να καταλαβεις ότι όλα ηταν μια απεραντη ατρανταχτη ,απολυτη αγαπη.
Ο,τι υπαρχει γυρω γυρω είναι τα παιχνιδια και τα συνεργα αυτης της αγαπης,μαγευοταν ν’αγαπαει πολύ, παρα πολύ.
Την ειδα αποτoμα μπροστα μου ,δουλευε σ’ένα περιπτερο,γιατι δουλευει σε περίπτερο; Eνα περιπτερο του δρομου που βγαζει στην πλατεια ,καμια φορα από κει παιρναμε τις Κυριακατικες εφημεριδες.
Δεν μπορω να κρατήσω τον εαυτο μου και να μη της μιλησω πρεπει κατι να της πω
Να συμπληρωσω το κενο μου ,το μαυρο κενο που φορτωθήκαμε, τη φορτωσα ποιος ξερει ποσα χρονια τωρα
Να της ζητησω τσιγαρα ; Οχι γιατι το ειχα κοψει χρονια προτου συμβει αυτό που συνεβη.
Να της ζητησω εφημεριδα ,παλι όχι,δεν εχω πια σχεση με την παλη της κάθε μερας ,ειμαι εδώ κοντα της, να γεμισω το κενο,να δωσω να γεμισω το τιποτα που γεμισε το χώρο ανάμεσα μας, μου λειπει η αγαπη της, να της δειξω πως εκεινη η αποτομη διακοπή μπορει να εχει έναν επιλογο. Ενα καλο τελος αναζητω,μια αξιοπρεπη συνεχεια να γεφυρωθεί το κενο η απεραντη σιωπη ,να ανταποδωσω στο τιποτε ένα τοσο δα κατι.
Σκεφτηκα να της ζητήσω καραμελες μετα κλωστες ,μολυβι,νερο.
Τι να της ζητησω ,τι να της ζητησω…πλησιαζω με μαγνητιζει το προσωπο της ,ακομα δεν μέχει δει,καπου αλλου εχει το μυαλο της ... τωρα με κοιταξε
-Δωστε μου παρακαλω ένα κουτακι ασπιρινες ,αυτό της ζητησα με την πονηρη ισως σκεψη να με παρει για θνητο,να μη φοβηθει.
Ετρεμα.
Τι να φοβηθει από ένα φουκαρα νεκρο που τρεμει και της ζηταει ασπιρινες,αισθανθηκα στιγμιαια φουκαρας και ελαφρως γελοιος ,τι να τις κανω εγω τις ασπιρινες;..
Δεν φοβηθηκε ,με κοιταξε καμποση ωρα και ελαφρως χαμογελασε , φαινοταν καπως μεγαλυτερη.Την κοιταζα στα ματια οσο πιο βαθεια μπορουσα.
-Δεν εχω ασπιρινες δυστυχως…
-Δεν με θυμασαι?
βγηκε μονο του απ το στομα μου.
-Σε καταλαβα απ’τον τροπο που περπατουσες,μου ειπε
Δεν εκανε τιποτα απ’αυτά που περιμενα να κανει,δεν τρόμαξε ,δεν χαρηκε,δεν πανηγυρισε δεν κουνηθηκε απ’τη θεση της ,
Αρχισα να καταλαβαινω ότι κατι δεν παει καλα,κατι δεν είναι όπως το ειχα φανταστει.
Κοιτουσε προς την γωνία του δρομου,μου μιλούσε βιαστικά.
-Καλα εκανες και πέρασες ,ολοι ειμαστε καλα.Εγω καποιον βρηκα εδώ κι εξη μηνες και προσπαθω να τον αγαπησω,προσπαθω και μαλλον θα τα καταφερω,δεν είναι ευκολο ,κανω ολο συγκρισεις και χανω την προσοχη μου .
-Κι εγω χανω την προσοχη μου εκει πανω,ηθελα να ερθω να σας δω.Μιλουσα αμηχανα δεν ηξερα τι να πω
-Καλα εκανες και προσπαθεις με καποιον .Σημερα το βραδυ θελεις λιγο μα μιλησουμε?
Τη ρωτησα.
-Δεν θελω ,καλλιτερα όχι,μαλλον δεν θα είναι καλο και για τους δυο μας ,για ολους .
Σα να ειχε την αρνητικη απαντηση ετοιμη από καιρο,ενοιωσα το εδαφος να χανεται δεν ηθελε να με δει, δεν ηθελε ουτε ένα βλεμμα να ριξει στην παλια ζωη, σ’ό,τι ειχε προηγηθει σ'ό,τι εχει σκονιστει ,σ’ότι υπηρχε πριν το τωρα ,αυτο το ασημένιο λαμπερό φωτεινο,αγιο τωρα πού σβήνει τις σκιες ,εξαφανίζει οτι δεν αγγιζεται.
Ωφειλε καποιον ν'αγαπαει και δεν ειναι παιχνιδι σκιων η αγαπη.Ενοιωθα εντελως μονος στη σκονη των αναμνησεων που απομακρυνονται ,κι ολο απομακρυνονται και μικραινουν τόσο που δεν ξερεις αν υπηρξαν η οχι. Ημουν απο την αλλη πλευρα, την πλευρα των ιστοριων,των διηγησεων,των παραμυθιων,δεν ημουν πια πραγματικός ούτε καν για τον εαυτό μου.
Περιμενα να γυρισουν κι οι αλλοι αδειούχοι φερνοντας βολτες σ'ολες τις πλατειες που τριγυρνανε σκοτώνοντας το χρονο τους οι φανταροι Ομονοια,πλατεια Βαθης,Μεταξουργειο,κλπ.
Ολοι γυρισαν με τις στολες εξοδου φρεσκοπλυμενες και σιδερωμενες ,αυριο το πρωι ωφειλαμε να παρουσιαστουμε στο ταγμα ,σε λιγο θα εφταναν οι φθινοπωρινές μεταθεσεις ,ελπιζω να με στειλουν σε καμια μακρυνη λουτροπολη μ’ ευχαριστη βραδυνη ζωη,να κυλουν ησυχα οι μερες, να βρω καινουργιες στοργικες παρεες.

2 Comments:

At 12:02 π.μ., Blogger Ioulita said...

Ίσως θα ήταν καλύτερα να πετάξεις απλά για να τους δεις, να μην κατεβείς, να μην περιμένεις, να μην προσδοκάς. Απογοητεύτηκες? Τα μάτια σου σαν να κλαίνε.
Ήρθαν και σε μένα τέτοιοι επισκέπτες. Τους ρωτούσα αν τα περνάν καλά εκεί πάνω και αν βλέπουν τους υπόλοιπους. Χαμογελούσαν ευτυχισμένοι. Τότε ήμουν ήρεμη κι εγώ...

 
At 6:52 π.μ., Blogger Dr3amPush3r said...

ΘΑ ΓΥΡΩ ΘΑ ΓΥΡΕΙΣ

Μια βαθια πληγη στη ψυχη
αθαφτη αφησες
Ουτε στα μπαζα
Ακριβη απουσια σε κενοταφια πενθισες
Τη ρωγμη της καρδιας το ξερω κανακεψες
Ως να πετρωσουν τα χειλη της θλιψης
το νανουρισμα επαψες
Προσωπα γυρισαν διπλα σου
πλαγιασμενα κορμια να σκονταφτεις
Σε μια σκοτεινη σου γωνια το ξερω πως επλαθες
εικονες κομματια

jajaja
thx kai niters

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home

eXTReMe Tracker