Δευτέρα, Μαρτίου 06, 2006

Το ελάφι που πλήγωσα



Originally uploaded by _barb_.
Tελευταια Κυριακη της αποκριας ημουν ντυμενος κυνηγος που κυνηγουσε σε δασος ατιθασο πυκνο μυστηριωδες και παραμυθενιο,κυνηγος που ποθουσε, που πεινουσε για το θηραμα, για το κυνηγι,την τυχη της στιγμης, το γλυκο τρεμουλιασμα να γινεται πραγματικοτητα εκεινο που την προηγουμενη στιγμη φανταζει ελαχιστοτατη πιθανοτητα.
Σαν λυσασμενος τριγυριζα στο δασος ποδοπατουσα τα ανθη τα μυρωδικα,δεν μ’ενοιαζε να ξαποστασω μονο να ψαχνω για να βρω την τυχη μου το θηραμα που καπου θα κρυβοταν ,δεν μπορει καπου θα το ξετρυπωνα.
Οσο περνουσε ο καιρος και τιποτε δεν εβρισκα ,τιποτα δεν ειχα σημαδεψει τοσο πεισματωνα ,ουτε με νερο δεν δροσιζα το στομα μου κι εμενα νηστικος ,αγρυπνος ,πικρος βλαστημωντας που τιποτα ποτε δεν ηρθε ευκολα σε μενα.
Μιαν ασχετη ωρα καθως η απελπισια μεσα μου πλημυριζε ακουσα κατι αναμεσα στις φτερες,δεν πιστεψα ,κανενα ξαφνικο αερακι υπεθεσα ομως επεμενε ,κι ακουγα κατι σαν ψιθυρο,κατι σαν σουρσιμο,εσφιξα το τοξο μου ,χτυπησε η καρδια μου δυνατα φοβηθηκα μη χαλασει τη σιωπη και το διωξει,το βελος μου κοιταζε σταθερα προς τη μερια του θορυβου,χτυπουσε η καρδια μου ανεμενα,τοτε λοιπον η τυχη μου τα δωσε ολα,ειδα το πιο ομορφο ελαφι που ειχα ποτε φανταστει να ξεπροβαλει απ’τις φτερες,τι ομορφια ,τι αρχοντια και θαυμαστη κομψοτητα,ουτε στ’ονειρο μου τετοιο θηραμα , τεντωσα τη χορδη απορωντας με την τυχη μου,θαυμαζοντας το ζωο. τοτε λοιπόν μια φωνη ακουσα : «Δεν ειμαι ελαφι ,ανθρωπος ειμαι ,μη με σκοτωσεις κι αμαρτησεις»
Ποιος ειναι αυτος που μιλαει και παει να με πλανεψει τωρα πανω στο βουνο της τυχης μου,ποια ειναι αυτη η φωνη ,τι μου θυμιζει,αφησα το βελος να φυγει σφυριζοντας,το ζωο πληγωθηκε ,ειδα το στηθος του καρφωμενο να τρεχει αιμα,δικο μου πια ηταν το ελαφι, δικο μου.
Πρεπει να επεσε το σωμα του μεσα στις φτερες ετρεξα να το θαυμασω να κοιτεται ,ετρεξα να χαρω ο,τι πετυχα,ετρεξα και δεν βρηκα τιποτα ,το ελαφι πληγωθηκε και φαινεται πως το εσκασε χωρις να καταλαβω απο που,βρηκα τα αιματα δεν ηταν της φαντασιας μου η επιτυχια,το ειχα λαβωσει ,και μ'επιασε ενας πονος και μια ζαλη,επρεπε να το βρω το θηραμα μου ,την περηφανια μου , επρεπε να ψαξω το ελαφι που τραυματισα ,το ελαφι που ειχε στα σπλαχνα του το τοξο μου.
Το ενοιωθα πως τωρα πια αυτο μου εμενε να επιδιωξω,να βρω ο,τι και μενα η τυχη μου χαρισε, ο,τι η τυχη τοσα χρονια μου ειχε στερησει.
Εψαχνα μερονυχτα ποιος ξερει ποσα ,κανενα ιχνος ,τιποτα,πουθενα ,χαθηκα ,εξαντληθηκα,στο τελος λιποθυμησα ,αφεθηκα σ’εναν υπνο βαρυ κι ασηκωτο.
Καποια ωρα ξυπνησα ,ημουν λεει εξω απο ενα μοναστηρι,πορτες αμπαρωμενες κι εγω αδυναμος, να σφαδαζω απελπισμενος ,χωρις ορεξη να σηκωθω απ’το χωμα ,χωρις ορεξη να ζησω αν δεν βρω το ελαφι μου ,αν δε ξαναβρω το δωρο που μου κανε η ζωη.
Ειχε μια μυγδαλια ανθισμενη απεναντι,πανω της βουιζαν σαραντα πουλακια ,του Μαρτη τα πουλακια κελαιδουσαν στα κλαρια της,κατι ακουσα , κατι μου ελεγαν:«λαβωσες ανθρωπο οχι ελαφι,λαβωσες ανθρωπο..»Τοτε ηταν που αρχισε να με καρφωνει η ιδεα πως εκτος απο ατυχος κι απελπισμενος ειμαι και φονιας που ενω ακουσα τη φωνη του ελαφιου δεν υπολογισα παρα μονο την τρελλα μου να το πετυχω και εφτασα να σκοτωσω ανθρωπο.Τετοιες μαυρες σκεψεις με τριγυρνουσαν κι ημουν κατω και κυλιομουνα δεν ηθελα να ξημερωσει δεν ηθελα να ξανασηκωθω,μεχρι που φαινεται ανοιξαν οι πυλες του μοναστηριου κι ηρθε μια μοναχη να μου μιλησει
«σηκω αφεντη να δεις τι μου κανες κοιτα την πληγη που μου ανοιξες» ετσι μου ειπε , «Γιατρεψε με, τραβα το βελος που φυτεψες στο στηθος μου κι εγω θα γινω σκλαβα σου,θα ειμαι δικη σου»
«νομιζα πως ησουν ελαφι»
«τραβα το βελος»
«δεν εχω δυναμη στα χερια βοηθα με να σηκωθω,δεν εχω δυναμη να το τραβηξω»
Μου φερε νερο να πιω ,μου φερε ψωμοτυρι ,μου λεγε την ιστορια της πως φοβοταν των ανδρων τη δυναμη ,τη βια ,το αγριο βλεμμα,τη δυνατη φωνη ,αλλιως ειχε συνηθισει εκεινη ,κατι την εσπρωχνε μακρυα και κατι την τραβουσε ταυτοχρονα κατι την προκαλουσε σ’αυτη τη δυναμη του ανδρα που ηταν και παραλογη κι ελκυστικη,δεν αντεξε το διλλημα και πηρε την αποφαση στα δαση να περιπλανιεται ,μεχρι που την χτυπησα κι ηρθε και κλειστηκε εδω μεσα να με περιμενει ,να βγαλω το βελος απο πανω της να μου δοθει να γινει δικια μου.
Καθομουν και την κοιταγα ,δεν μου ηταν ευκολο να την πιστεψω,δεν την πιστευα πως ηταν το δικο μου λαμπερο ελαφι, θυμαμαι πως ειχα πυρετο κοιμηθηκα για μερες εξω απ’το μοναστηρι ,εκεινη καθοταν με φροντιζε και με παρακαλουσε ,μετα ηρθε αλλη και μου εδειχνε κι αυτη το βελος της καρφωμενο στην πλατη,και μετα μια αλλη που κι αυτη ειχα αδικησει και χτυπησει και πως θα πρεπε να βρω τον τροπο να την γιανω.Αρρωστος και μπερδεμενος αναρωτιομουν μες το παραληρημα ποιος ειμαι εγω και τι ειναι ολες αυτες που μου ζητουν να τραβηξω το βελος , θυμαμαι πως γυρνουσα προς τη μερια της ανθισμενης μυγδαλιας κι ακουγα τα πουλια που ελεγαν
« ν’αγαπησεις ,ν’αγαπησεις »
«ειμαι αρρωστος και δεν πιστευω » τους απαντουσα
Δεν επαιρνα την αποφαση να σηκωθω και να διαλεξω μιαν απ’ολες ,η τη μια που ηταν ολες, δεν επαιρνα αποφαση μονο μου γυαλιζε εκεινη η μοναδικη στιγμη που η τυχη μου εφερε το ελαφι,εκεινη τη στιγμη θριαμβου που τοσο γρηγορα εσβησε,εγινε παρελθον.
Περνουσαν τα χρονια,χρονια και χρονια, ,τα μαλλια μου ασπριζαν περιμενοντας δεν ξερω κι εγω τι,ακομα κι οι πληγωμενες ελαφινες μου πιο αραια μ’επισκεπτονταν και με λιγοτερη διαθεση,πιο σπασμενα χαμογελα,
περασαν τα χρονια κι οι δεκαετιες ,η μυγδαλια ξεραθηκε,τα πουλακια σταματησαν να κελαιδουν,εγω ξεχασα και ποιος ημουνα εκεινη την τελευταια Κυριακη των αποκριων.
Καποια Ανοιξη αρχες Μαρτιου πηρα την αποφαση να παρω τα ματια μου και να φυγω για το μεγαλο ταξιδι της δεύτερης φοράς,να περπατησω με τα ποδια τον κοσμο ολο ,να καταλαβω τι ειναι εκεινο που εφταιξε και δεν κρατησε η γλυκα της νικης μου πανω απο μερικα λεπτα σε μια ολοκληρη ζωη κι ολα εξαφανιστηκαν οπως ειχαν ερθει αποτομα κι ανεξηγητα,μονος μου θα γυρνουσα,χωρις οπλα , χωρις διαθεση για κυνηγι μονο με γελιο και παραπονο ,ασπρομαλης γερο-ασίκης στις γειτονιες του κοσμου να βρω με το χαμογελο απαντησεις.

(στον τελευταιο δισκο των Χειμερινών Κολυμβητών ακουσα το παραμυθι του ελαφιου που ηταν ανθρωπος)

6 Comments:

At 8:04 π.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

...τραβα το βελος που φυτεψες στο στηθος μου...

 
At 8:13 μ.μ., Blogger elpinor said...

..τρέμει το χέρι μου..

 
At 8:09 μ.μ., Blogger neraida said...

ειμαι αρρωστος και δεν πιστευω

Η αρρώστια η χειρότερη είναι να παγώσεις. Κι αφού είσαι πάλι στο δρόμο κι αφουγκράζεσαι, παγωμένος δεν είσαι. Θα τις νιώσεις τις απαντήσεις που ψάχνεις: σαν βέλος θα τρυπήσουν το στήθος σου. Το πιο παράλογο είναι ότι θα το ζητήσεις. Εσύ ο ίδιος, ο πρώτα κυνηγός.

 
At 6:09 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

καλύτερα μην τραβήξεις το βέλος... άστο εκεί στο κέντρο της καρδιάς... γιατί είναι η γλυκειά η ζωή όταν αγαπάς.. και ακόμα πιο γλυκειά όταν ξέρεις ότι μπορείς να ζεις στιγμές... μικρές ίσως... που όμως... γεμίζουν μια... ζωή...

 
At 7:56 μ.μ., Blogger elpinor said...

Παιδια σας παρακαλω βγαλτε μου το βελος..!

 
At 6:19 μ.μ., Blogger neraida said...

θα κάνω ότι καλύτερο μπορώ :)

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home

eXTReMe Tracker