Σάββατο, Ιανουαρίου 13, 2007

Ελπήνωρ, πως ήλθες...


Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα, τα μαύρα

κυπαρίσσια,

το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως,

τα κούφια βράχια, ο αδυσώπητος ήλιος απάνω,

και μήτε κύλισμα νερού, μήτε πουλιού φτερούγα,

μονάχα απέραντη, αρυτίδωτη, πηχτή σιγή.

'Ηταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε,

όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε, ο Ελπήνωρ πρέπει να 'ναι

εκείνος...

Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε,

αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.

'Ηταν αυτός ο Ελπήνωρ, πράγματι, στα μαύρα κυπαρίσσια,

τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς,

σκαλίζοντας την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα.

Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα,

Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ' αυτή τη χώρα;

είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά,

τον περσινό χειμώνα, κ' είδαμε στα χείλη σου το αίμα

πηχτό,

καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.

Μ' ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού,

ν' ακούς τ' ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.

Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ' αυτή τη

χώρα,

τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Και τότε πάλι εφώναξα

βαθιά τρομάζοντας: Ελπήνορα, που 'χες λαγού μαλλί

για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου, Ελπήνορα,

χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας,

εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου

πώς ήρθες, φίλε αλλοτινέ, πώς μπόρεσες

να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει

περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ' τον ήλιον, αποκρίσου,

αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας να 'ρθεις, αποκρίσου.

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.

Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.

Η θάλασσα, τα κυπαρίσσια, τ' ακρογιάλι, πετρωμένα

σ' ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός, ο Ελπήνωρ

που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά

χειρόγραφα,

τυραννισμένος απ' την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς,

με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του,

σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάκτυλα,

σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά

στον αδειανό, χωρίς φτερά, χωρίς ηχώ, γαλάζιο αιθέρα.


Τάκης Σινόπουλος, "Ελπήνωρ", Συλλογή Ι (1951-1964), Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1976,
σσ. 11-12.

eXTReMe Tracker