Πέμπτη, Νοεμβρίου 17, 2005

η πόλη της οργής



photo by av_producer.
Αποβραδις ξεκινησε το κακο ,
λενε σ’ένα γαμο εγινε ο πρωτος τσακωμος ,πως αργησε υπερβολικα να ερθει η νυφη ,
προσεβληθη το σοι του γαμπρου αρχισαν με βρισιες και δεν ηθελε πολύ τα δυο σογια να πιαστουν αγριως στα χερια ,γαμος δεν εγινε παρα μονο κλωτσοπατιναδα,
εβγαλε ολο το μισος του το ένα σοι στο άλλο με αφορμη αυτή την καθυστερηση της νυφης Πιανοντουσαν στα χερια τραβιοντουσαν απ’τα μαλλια,εβριζαν κι εφτυναν,
σε μια γωνια της φασαριας πλησιασε ο γαμπρος τη νυφη,κατι ειπαν ,πηραν ένα παρατημενο παπακι που βρηκαν στο προαυλιο της εκκλησιας κι εφυγαν,όμως το κακο ειχε ξεκινησει, γιατι ειχαν κολλησει τον ιο της οργής και θα ειχαμε συνεχεια.
Κατά τα μεσανυχτα της ιδιας νυχτας που ο κοσμος πια εβλεπε απ’το κρεβατι του τηλεοραση λιγο πριν κοιμηθη ,καποιος γυρνουσε στους αδειους δρόμους και φωναζε πως είναι ο κακος λυκος και να μεινουν ολοι μεσα αν δεν θελουν να τους πειραξει,και πως ουτε κι αυτος ηθελε να τους πειραξει αλλα τον ειχε φορτωσει η ζωη μ’αυτό το καθηκον να είναι κακος και αγριος και ψευτης .
«Λυστε τις αλυσιδες απ’τους κακους » ,φωναζε , τι φωναζε δηλαδη ,ουρλιαζε και φοβομασταν πολύ που τον ακουγαμε.
Κολλησαν λοιπον η νυφη κι ο γαμπρος κι ο ιος των χαστουκιων διαδοθηκε ταχυτατα στην ομορφη μας πόλη.
Το άλλο πρωι οι μαναδες ζητουσαν το λογο απ’τα αγορια τους γιατι είναι τοσο αυθαδικα αχαριστα και κακομαθημενα και τ’απειλουσαν πως ουτε το γαλα δεν θα τους δινουν να πιουν πριν φυγουν για το σχολειο,
Να’ταν μονο αυτό ,επαθαν ολων τα νευρα απ’ότι φαινεται και εξελισσονταν σκηνες απειρου καλους στα σπιτια και στους δρόμους.
Στα μαγαζια ο κοσμος ανταλασσε βρισιες και χαστουκια οι καταναλωτες τα εσερναν στους καψερους τους πωλητες για τα νοθευμενα προιοντα ,οι πωλητες απαντουσαν χωρις να υπολογιζουν ότι ο πελατης εχει παντα δικιο και οι καυγαδες ηταν στην ημερησια διαταξη.
Στο δρομο οι ταξιτζηδες ειχαν περιπου σταματησει να οδηγουν προτιμουσαν να δερνουν τους πελατες τους αν παραδειγματος χαριν δεν τους αρεσε ο προορισμος ,
οι οδηγοι λεωφορειων δεν αφηναν επιβατη χωρις να τον στολισουν με διαφορα κοσμητικα,επισης πολλοι οδηγοι δικυκλων ειχαν βγαλει εξω οδηγους αυτοκινητων και τους εδιναν κλωτσιες στο καλαμι εκει που ποναει πολύ.
Αναμεσα στα ζευγαρια δινονταν μαχες ομηρικες ,κυριως εκεινοι που είναι χρονια μαζι ,φαινεται η επιθετικοτητα και το ευεξαπτο των νευρων λειτουργουσε καταλυτικα , αρχιζαν με παραπονα για το ποσο ανεπαρκης υπήρξε ο ενας για τον άλλο και απ’τον εκνευρισμο ελεγαν κουβεντες βαριες κι ανεπιτρεπτες όπως το ποσο ποθησαν καποιους τριτους ,ποσο πραγματοποιησαν τους ποθους τους αυτους ,ποσο βαρεθηκαν να είναι μαζι,
Οι προσβολες και οι βρισιες επεφταν βροχη, λεγονταν πραγματα που ποτε δεν ειχαν αφεθει να βγουν στο φως ,ολοι ενοιωθαν αδικημενοι κι ολοι μετανοιωναν που ειχαν σπαταλησει τοσα χρονια σε τοσο αδιεξοδες χρεωκοπιες .
Στις πλατειες ειχαν βγει καποιοι και τα εβαζαν με οποιον περαστικο περνουσε χωρις αφορμη,ετσι μονο γιατι περνουσε ,και ποσο ηλιθιος είναι κι αυτος κι ολο του το σοι και τετοια,οποιος αντιμιλουσε θα επρεπε να χτυπηθει μαζι τους ,με μπουνιες ,κλωτσιες και με αιματα,
μετα ηταν οι εραστες που κι αυτοι εγιναν ακομα πιο εξουσιαστικοι , είναι ελεγαν ότι το πιο ερεθιστικο, το πιο ερωτικο,να εισαι αγριος κι επιθετικος.Ετσι στα παγκακια των παρκων τα πιο σκοτεινα , εκεινα που προτιμουν τα ζευγαρακια ακουγες τους διαπεραστικους κροτους των χαστουκιων αναμεσα σε φιλια και χαιδολογηματα.
Επεσε παλι η νυχτα κι αυτή τη φορα δεν ξεραμε πώς θα ξημερωσουμε, με τετοια νευρα ,τοση επιθετικοτητα ,τοσους διαπληκτισμους κι αψιμαχιες ,ολοι εναντιον ολων.
Ο κακος λυκος ξαναβγηκε τα μεσανυχτα στους δρόμους ,εκλαιγε και ουρλιαζε πως την κοκκινοσκουφιτσα δεν ειχε αλλον τροπο να την πλησιασει παρα μονο καταπινοντας την κι επρεπε καποιος να τον συγχωρεσει για ότι κακο εχει σκεφτει ,για ότι κακο εχει διαπραξει,τον ακολουθουσε μια μπαντα ασπρομαληδων μουσικων που επαιζαν ένα κομματι με ακορντεον και ντεφια που το λενε « H μαυρη μοναξια» Ειδα το φρικτο θεαμα του λυκου και της παραξενης ορχηστρας του απ’τις γριλιες του δωματιου που κρυβομουνα .Κρυβομουνα και φοβομουνα,δεν ηθελα να κολλησω την αρρωστια της οργης ,δεν ηθελα καθολου, προτιμουσα να ειμαι κλεισμενος για να μην μολυνθω.
Κρυβομουνα να μεινω αμολυντος για την αγαπημενη μου, να μπορω να την αγαπω χωρις εχθρα , χωρις εγωισμο,χωρις υστεροβουλία , χωρις επιθεση,να την αγαπω ταπεινα ,να την αγαπω απλα, καθαρα και διαφανα .
Ειμαι σιγουρος κι εκεινη καπου θα προφυλασσει τον εαυτο της από τον σπαραγμο ,την αγριοτητα ,τους διαπληκτισμους οσων αρρωστησαν, μαλλον θα με περιμενει στο εφηβικο της δωματιο κλειδωμενη, να την παρω να φυγουμε και να σωθουμε από την τρελλη κακια αυτου του κοσμου,να φυγουμε οσο μακρυα γινεται,να ζησουμε όπως εχουμε ονειρευτει.
Επρεπε γρηγορα να παω να την βρω,πώς δεν το σκεφτηκα πιο νωρις ,μ’επιασαν τυψεις που ειχα κιολας αργησει κι εκεινη θα ηταν τρομοκραητμενη δεν θα ηξερε τι κανω και που βρισκομαι ,επρεπε να την παρω να φυγουμε οσο πιο γρηγορα.
Βγηκα στην εξοδο ,νυχτα ακομη ,αρχισα να τρεχω προς το σπιτι της στους δρόμους ειχε κοσμο που εβριζε ,κοσμο που εφτυνε ,κοσμο που ηταν ετοιμος ν’αρχισει τσακωμο,γυναικες κρατουσαν πετρες και βιτριολια στα χερια και σ’ελουζαν με ότι πιο χυδαιο επιθετο μπορουσες να φανταστεις , κατι αλλοι σου λεγαν «καπου σε ξερω εγω..» ζητουσαν παρεξηγηση, επρεπε να μην δινω σημασια ,να μην τους πλησιαζω ,να μην σταματαω ότι κι αν μου ελεγαν.
Εβαλα το κεφαλι κατω κι ετρεχα.Kακος κουρνιαχτος οργης ειχε σκεπασει την πόλη .
Αισθανομουνα ότι καποιοι μ’ακολουθουσαν ,καποιοι μου σφυριζαν να σταματησω, μ’ενοχλουσε αυτό,φοβομουν πολύ αλλα ετρεχα αναμεσα στις φασαριες στις φωτιές και τις υστερικές κραυγες , εβλεπα και σωριασμενους καταγης μετα από αγριους τσακωμους να κλαινε και να προσπαθουν να ξανασηκωθουν ,επρεπε να φτασω στην αγαπη μου ,δεν μ’ενοιαζε τιποτε άλλο.
Καποια στιγμη γυρισα πισω να δω αν μ’ακολουθει κανεις κι ηταν ένα ομορφο πλασμα που μ’ειχε παρει από πισω ,όταν ετρεχα ετρεχε όταν σταματουσα σταματουσε κι εκεινη,γυριζα να την δω ,τοτε κατεβαζε το κεφαλι σα να ντρεποταν, τι θελεις της φωναξα ,προσεξα ποσο ομορφη ηταν, φορουσε κοντη φουστα μια μεγαλη ζωνη με ψευτικα κοκκινα πετραδια και μποτες κοκκινες ,
-Τι θελεις ; δεν απαντουσε, τοτε ηταν που μ’επιασε κι εμενα ο εκνευρισμος ,ανεβηκε το αιμα στο κεφαλι μου , βουιζαν τ’αυτια μου,εσφιγγα τα δοντια μου από θυμό
-Γιατι δεν μιλας , γιατι μ’ακολουθεις .Φυγε ,φυγε της φωναξα ,της ουρλιαζα ,
-Δεν σε θελω πισω μου ,ξεκολλα από πανω μου ,φυγε , δεν ειμαι το σωσσιβιο σου,φυγε από δω.
Ζαλιζομουνα από θυμό,εκεινη δεν εφευγε, ετρεχα οσο πιο γρηγορα μπορουσα , μ’ένα πεισμα που δεν κατανοουσα ετρεχε να μη με χασει σα να μην ακουμπουσε τα ποδια της στο εδαφος, ετρεχε χορευοντας, κρατουσε μονο μια αποσταση ασφαλειας να μην την χτυπησω.Όταν σταματουσα δεν μιλουσε και καταβαζε το κεφαλι , ενοιωθα πως δεν ελεγχα τον εαυτο μου.
Θα τρεξω άλλη μια φορα να με χασει ,αν δεν τα καταφερω να ξεφυγω θα την χτυπησω,δεν ελεγχα πια τον εαυτο μου, δεν ηθελα να τη βλεπω μπροστα μου,με αηδιαζε η παρουσια της , ενοιωθα το αιμα να χτυπαει στις αρτηριες μου τον ρυθμο της οργης ,ηθελα να εξαφανιστει, να χαθει αυτος ο μπελας που μου φορτωθηκε,να εξαφανιστει, να πληγωθει και να τιμωρηθει για το αυθαδικο πεισμα της,να πονεσει
Ετρεξα λαχανιασμενος και φουρκισμενος μια τελευταια φορα ,
πού την εβρισκε τοση αντοχη ,μ’ακολουθησε και παλι, ηταν εκει σιωπηλη κοντα μου ,σηκωσα μια πετρα ,
-Τωρα θα δεις ,
μεγαλη μαυρη πετρα ,εκεινη περιμενει ακινητη,τωρα με κοιταζει στα ματια .
-Χτυπα με, μου ειπε, χτυπα με ,το ειπε πιο δυνατα ,
ηταν η φωνη της παιδικη κι ελαφρως ψευδη,καπου ηξερα αυτή τη φωνη,
αυτή τη φωνη που μου πολλαπλασιασε τον εκνευρισμο και την ορεξη να την χτυπησω,
να την ματωσω.
Ειχε φυγει πια η πετρα απ’το χερι μου ,
ειχε φυγει η πετρα όταν καταλαβα ποιά ηταν εκεινη που ειχα χτυπησει.

eXTReMe Tracker