Δευτέρα, Ιουνίου 27, 2005

φυσαλίδες δευτερολέπτων



photo by digikuva.

Ενα απρόσμενο τηλεφωνημα ,την ωρα που ειχα πολλη δουλειά ,δεν το περιμενα. Αρχισαμε να ρωταμε κατι αμηχανα «πώς τα περνας »,σου περιεγραψα τι εκανα το Σαββατοκυριακο ,ποσο κουραζομαι με τη δουλειά.Μετα μαλλον δεν ειχαμε τι να πουμε και μειναμε μερικα δευτερολεπτα σιωπηλοι,ενοιωσα παραξενα εψαξα κατι να πώ, να γεμίσω το κενο ,δεν μου ηρθε τιποτα ...μετα απο λιγο αρχισα παλι :« Δεν μου λες...», δεν ηξερα πως να συνεχισω,απ’την αλλη μερια της γραμμης δεν βρηκα βοηθεια «να μη σου πω... τι ;»
Μεχρι να ξεκινησω να λεω «δεν μου λες» ...να ηταν ισως μονο δυο δευτερολεπτα σαν μια φυσσαλιδα κενου ,βρεθηκαμε μονοι εγκλωβισμενοι κι ανυπερασπιστοι στην ιδια φυσσαλιδα μαζι, νοιωσαμε αμηχανα μαζι.
Καποια στιγμη μου φανηκε οτι εσυ το απολαμβανες ,σ’ένοιωσα να αισθανεσαι ανετα κλεισμένη μεσα στο μικρο διαστημα που δεν ελεγε και να τελειωσει και να φχαριστιεσαι την αμηχανια μου,το οτι εκει μεσα εγω έτρεμα,έπεσε η μασκα της σιγουριάς μου ,σαν αμήχανο παιδι που δεν ξερει πως να φερθεί, ένοιωθα οτι μέσα σ’εκείνα τα δευτερόλεπτα στριφογύριζες πανω απ τις πληγές μου ,μαλιστα αισθανθηκα οτι τις είδες με συμπάθεια,κι εγώ ενώ όταν ξεκίνησε το βουβό κενό φοβηθηκα οτι θα ειναι άχαρο και δυσάρεστο ,μετά καπου στη μέση του δεύτερου δευτερολέπτου δεν μου φανηκε κακό που ημουν τοσο άτεχνος σε μια συζήτηση, που ισως έδειχνα αφελής και παιδαριώδης .
Αρχισε να μ’αρεσει αυτο το τρεμουλιαστο σταματημα του χρονου που το διανυαμε μαζι , απολυτως μαζι, ηταν σαν ενα σπιτι που το κατοικησαμε μαζι κι εκεινο το «δεν μου λες..» εφυγε απ’το στομα μου χωρις να το θελω πια γιατι μου αρεσε εκει μεσα ,ενοιωθα βολικα μ’αυτη την αποκαλυψη, μεσα στο κλουβακι του χρονου νοιωθεις κλεισμενος μαζι με καποιον πολυ κοντα ,πολυ αμηχανα, πολυ αληθινα.
« Δεν μου λες...» ...το ειχα ήδη εκτοξεύσει και ακούστηκε , ετσι αναγκάστηκες ν’απαντησεις στη διαλυση του αμήχανου σπιτιού μας , καθως λοιπον βγαίναμε σε ειδα να περιμένεις λιγο, δεν βγήκες αμέσως ,με την ησυχια σου ,σηκώθηκες με κοιταξες με στοργικά ειρωνικό βλέμμα και μου είπες βγαινοντας «Τι να μην σου πω;» Ειπες να μην σου πω, ν’αφησουμε τη σιωπη να μιλήσει λιγο ακομα ,ομως απο εκει και περα τα πραγματα ετρεχαν με τους πραγματικους ρυθμους , ηδη ειχαμε πεταχτει εξω, αλλωστε ειχα πια βρει τις επομενες λεξεις για να συνεχιστεί η κουβεντα , τις λεξεις που θα επετρεπαν στο ορμητικο κυμα του χρονου να μας πετάξει στις ξεχωριστες ζωες μας.

Τετάρτη, Ιουνίου 22, 2005

τα σπίτια λίγο προτού γίνουν πολυκατοικίες



photo by elpinor.

Συκιά ηταν το δεντρο από εκεινες που φυτρωνουν όταν το σπίτι ερημώσει κι εχει φύγει στην Αμερικη η στη Γερμανια ολη η οικογενεια που μεγαλωσε εκλαψε και γελασε στα δωματια και στην αυλη.
Εφυγαν στα ξενα κι αφησαν στην εξουσια της σκονης τα επιπλα και τα μπαουλα με τα ρουχα που δεν χωρεσαν στις βαλιτσες ,ακρη - ακρη κοντα στην πορτα αφησε το ποδηλατο της και το ωραιο βενετσιάνικο καπέλο της με την κορδελα ,αυτά ν’αντικρύσει αν θα ξαναγύριζε ,δεν ξαναγύρισε .
Αποψε μονο στ’ονειρο της ξαναγύρισε ,ηταν λεει η ψυχη της ένα μεγαλο δεντρο στην αυλη ενός ερημικου σπιτιου,μια μεγαλη,θεορατη συκια με τα συκα της ακομη αγουρα ,Ιουνιος μήνας ,ξυπνησε,ένα θορυβο ακουσε ,τρομαξε , βγηκε να δει τη συκιά,ηταν γεματη πουλια ,παρα πολλα μαυρα πουλια κουρνιαζαν στα σκοτεινα κλαρια.
Ταραχτηκε με τα τοσα πουλια που ετρεφε στην ψυχη της τι ζητουν γιατι γεννηθηκαν ,γιατι βολευονται πανω στις φυλωσιες της,βρηκε ένα οπλο μεσα στη νυχτα τα σημαδευε τραβουσε τη σκανδαλη κι εκεινα επεφταν στα ποδια της ,ποσο ευκολο είναι να σημαδευεις ,πρωτη φορα το εκανε αλλά πετυχαινε τις βολες της ,πεφτανε τα πουλια κατω γεμισε σκοτωμενα πουλια η αυλη κι εκεινη ξαλαφρωνε ,περιεργως που είναι τοσο ευαισθητη δεν την επιασε καμια λυπηση, σκοτωνε συνέχεια με υποκωφους κροτους και πεφτανε τα πουλια ,τοσο εύκολα.
Κάποια στιγμη ,κατι την τρανταξε σαν αιμα ,σαν τη γευση του αιματος κι αναρωτηθηκε : τι κάνω ,σα να σκοτωνω την εφηβεια μου ,μεσα είναι το ποδηλατο με το ωραιο βενετσιανικο καπέλο ,να το παρω να φυγω να δραπετευσω απ’το μαυρο μου το σπιτι το ερημο.
Δεν μπορούσε να παρει απόφαση μεσα στη νύχτα μονο ξαπλωσε εκει στη σκοτεινη αυλη και σκεφτοτανε το γελιο του πατερα της ένα Πασχα. Με τετοια αμαρτία να με τριγυριζει,τοσα μαυρα πουλια που σκοτωσα,δεν θα ξαναγυρισω,θα το αφησω το παλιόσπιτο να γκρεμιστει,δεν θα ξαναγυρίσω.

Τετάρτη, Ιουνίου 15, 2005

Λαβύρινθοι



photo by blubox.

Ο φόβος να πρωτοβουτήξεις στο πέλαγος των παραμυθιών
ή το απαλό δέρμα ενος παιδιου που τελικά δέχεται να αφεθεί στο
ξυνο-πικρο-γλυκό φύσημα της φαντασίας .
Mια κοκκινη κλωστη για φυλακτό,για το δικαίωμα να πατήσεις όποτε θες
στο στέρεο (;) έδαφος της πραγματικότητας.
Πέθανε ο Μινώταυρος;
Μετάνοιωσε ο Θησέας που άφησε την Αριάδνη ;
Τι να έγινε μέσα στο Λαβυρινθο;

Τετάρτη, Ιουνίου 08, 2005

νυχτερινή κολυμβήτρια



photo from Corey Ward.

Τις νυχτες εψαχνε μια κολυμβήτρια.
Μια κολυμβητρια που από μικρη ηλικια ειχε κοψει το νημα του παρελθοντος της ,
κατι σαν αμνησια,ολοκληρα κομματια της ζωής της τα ειχε όλως διόλου αφήσει πισω
κι αυτό εμφανιζοταν σαν μια γοητευτική αδιαφορια ή σαν ελαφρώς χαμογελαστη ψυχρότητα.
Ενας ανεμος ληθης σα να ειχε ξεκαθαρισει τους λαβυρινθους της μνήμης της ,
μεσα της επικρατουσε μια βαθεια αίσθηση ματαιοτητας της ζωης
που της εδινε μια γαληνια διαθεση, να τα μηδενιζει σχεδόν όλα και να χαμογελαει,
να μην την αγγιζει η μικροτητα των υπολογισμων .
Αδιαφορουσε για τις μιζερες στιγμες του βιου των ανθρωπων ,
της αρεσε να χαρίζει δώρα και αγάπες .
Ομως αυτή η γεναια διαθεση της ειχε μιαν αχιλλειο πτερνα,
Τις νυχτες όταν εκανε ερωτα , μονο τοτε ,καποια σπιθα αντανακλουσε φαίνεται απ΄τις παλιές φωτιές
και τοτε εκλαιγε κι αγριευε μαζι και γινοταν άλλος ανθρωπος , σα να μεθουσε ,
σα να πεφταν κεραυνοι στον σκοτεινο ουρανο της.
Παρακαλούσε να μη χαθει ,εκλαιγε γοερά και γελουσε μαζι
ολο του ελεγε: «υποσχέσου μου πως δεν θα θυμασαι τίποτα μετα».
Ηταν σα να εμπαινε σ’ένα ονειρο εντελως δικο της ,
σ’ένα σπιτι φοβερο που η μυστικη του πόρτα τής ανοιγοταν μονο τοτε.
Ένα τετοιο παραξενο βραδυ την έχασε,
μετα ετρεχε να την ψαχνει στις παλαιστρες και τα κολυμβητηρια

eXTReMe Tracker