Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

τηγανητά ψάρια



Η ταβερνα ηταν στις οχθες της λιμνης διπλα σ’ένα φαρο που εστελνε σηματα στα μακρυνα καραβια κι ένας αερας σηκωνε αφρισμενο κυμα.
Στριμωχτηκαμε σ’ένα μικρο τραπεζι και η κορη του ταβερνιαρη μια νεα χλωμη κι αυστηρη ,με ξεπλεκα ασπρα-ασημενια μαλλια,μας εφερε κρασι,μυριζε τηγανητο ψαρι.
Διπλα μας μια παρεα γιορταζε κατι ,ειχαν φερει κιθαρα,και τραγουδουσαν ολοι μαζι ,
στο παραδιπλανο τραπεζι κατι ηλικιωμενοι που από τ’αστεια τους καταλαβαμε πως ηταν νιοπαντροι κοιταζονταν στα ματια, μια κυρια από τα παρακατω τραπεζια με μαγκικο υφος αρχισε να χορευει.κατι ζειμπεκικα ,η χλωμη σερβιτορα ελεγε «μπραβο χορεψτε πουλακια μου..»
Παλι μεσα μου αρχισα να πλημυριζω ,αγαλλιαση ,ένα αισθημα ασφάλειας στιγμιαίας, μια γλυκα ,ικανοποιηση κατευθειαν από τα παιδικα χρονια
Την ρωτησα:
-Γιατι ολες οι γυναικες εχουν εδω τα μαλλια τους ασπρα?
-Για να μην παιζει ρολο η ηλικια τους.
Ηπιε μια γουλια κρασι ,κοιταζε απεναντι στον τοιχο,ηθελε να μιλησει .
"Ποθω μια νιοτη που είναι μαγικη όχι μη γνωριζοντας,αλλα γνωριζοντας,
μια νιοτη που τα ξερει όλα και συνεχιζει να παθιαζεται,
θελω να μαθω να ζω φρεσκιες ημερες εχοντας ένα μεγαλο παρελθον,
ελπιζω ότι ετσι θα μου συμβει,
δεν θελω να φοβαμαι ,
δεν θελω να ξεχνω,
θελω να προσθετουν νεοτητα οι μερες που εζησα ,
Σου φαινεται παραλογο? Γυρισε σε μενα.
Δεν ειχα τι ν’απαντησω,
μια νιοτη γερνωντας,
παραξενη ιδεα.
Πες του ποσο καλα με ειδες,νομιζω θα χαρει,
πες του πως δεν με βαραινει πια το παρελθον, σαν αναλαφρο συννεφο τον νιωθω,υπηρξε και υπαρχει ,σιωπηλο συννεφο πανω μου και χαιρομαι να τον φανταζομαι να χαιρεται ,να του το πεις αυτο."
Θα του το πω ,ειπα.
Το κεφι ειχε αναψει στην ταβερνα.
Αφησε το τηγανι η γυναικα του ταβερνιαρη και βγηκε με την ποδια να χορεψει,η νιοπαντρη που ηταν γυρω στα εξηντα αλλα ομορφη ηλεκτρισμενα ομορφη, καθρεφτιζοταν ποτε στα ματια του κιθαριστη ποτε στα ματια του συζυγου της,μ’ένα χαμογελο που όλα τα αγαπουσε ,όλα τα δικαιολογουσε,όλα τα φωτιζε.

(αποσπασμα απο μια επιστολη)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 13, 2006

εκτεθειμένοι


Ποιος ξερει ποσα χρονια ειχαν περασει από τοτε.
Οταν φτασαμε περπατουσαμε στη χειμωνιατικη πόλη,μη ξεροντας που να παμε,ουτε δρόμους θυμομασταν,όλα ειχαν αλλαξει ή μοιαζαν όλα αλλιωτικα,όλα πιο συγχρονα,ισως και πιο ομορφα,πιο λαμπερα απ’αυτά που ειχαμε αφησει.
Δεν πολυμιλουσαμε μεταξυ μας μονο κοιταζαμε και δεν χορταιναμε,κοιταζαμε και νοιωθαμε κατι σαν ριγος, σαν χτυποκαρδι,πρεπει να ηταν γιορτινη νυχτα,αποκριες ,γιατι εβγαιναν παρεες χαρουμενες από σπιτια με φωτισμενα παραθυρα, δεν μπορουσαν να μας δουν εκεινοι μονο εμεις μπορουσαμε να τους πλησιασουμε με την ησυχια μας οσο θελαμε, αορατοι,κοιτα ποσο ψηλωσαν ειπα στον διπλανο μου ,μου φανηκαν σωστοι γιγαντες,ομορφυναν και ψηλωσαν ειπε ο άλλος,αυτό που ενοιωθα εγω ηταν μια πικρη ζηλια για τους ζωντανους,για την σπαρταριστη,καυτη ζωη τους,για το ρισκο που παίρνουν περπατωντας εκτεθειμενοι στην πραγματικη ζωη,μου φανηκαν καπως σαν αθλητες,ποσο θα ηθελα να ξανακολυμπησω μαζι τους.

eXTReMe Tracker