Δευτέρα, Ιανουαρίου 29, 2007

παλιοι φιλοι


Σφυριζα εκεινο το απογευμα προσπαθωντας ν’ανακαλυψω τη μελωδια των ημερων που περναω ,αλλαζα ρυθμους και νοτες και χανομουνα στους βραχνούς και στους φαλτσους δαιδαλους του σφυριγματος μου που αντηχουσε μηχανικο θλιμμενο κι αμηχανο βεβαιως σε αδεια δωματια σε αδεια καφενεια που συχναζουν ταξιτζηδες,ετσι το ακουγα,μετα ηρθε η αιφνιδια τηλεφωνικη προσκληση να παμε η παλια παρεα στην ταβερνα της ξανθης στο λοφο του Στρεφη οσοι υπηρχαν ευχεροι απο την δεκαετια του 70 που τωρα οι περισσοτεροι θα ηταν σιωπηλοι κι αμιλητοι,να μην εχουν να προσθεσουν τιποτα,κινησεις αργες σαν βημα σημειωτον ,θα βρισκομασταν εκει καμια δεκαπενταρια απο εμας τους πετυχημενους του 80 στην ταβερνα του Στρεφη σαββατοβραδο ,δεχτηκα την προσκληση χαμογελωντας με αξιοπρεπη απαθεια,και μαλιστα πηρα κι εγω ενα δυο τηλεφωνα να καλεσω κατι παλιους παμπαλαιους φιλους ,διπλα ειναι το ντεκαντάνς και παρακατω ηταν ο βρουτος που περασε στο χωρο του μυθου ,μεσα του υποθετω θα παραμονευουν φαντασματα με μακρυα μαλλια και λαμπερες γενιάδες ,μυστικες βαλιτσες στο χερι με οικοσκευες οραματων ,και προικες αστρωτες κι αφορετες και παραπονεμενες παραφουσκωμενες ψυχες γιατι δεν μας εγιναν οι χάρες,το ντεκαντανς στεκεται στα ποδια του σαν αγιος βασιλης χριστουγεννων τοσο σοσιαλιστικωνκαι τοσο σγουρομαλικων με κοκκινα μποτακια και μινι φουστες κι εκεινη η σπιτισια μυρωδια με χειλια ετοιμα να φιλησουν ενοχα κι οπουδηποτε.
Εκεινη τη βραδια λοιπον βρεθηκαμε στου στρεφη την ταβερνα με σπασμενους καθρεφτες ,αδεια ταβερνα κατα τις εννια , που λες στις αδειες καρεκλες ηταν ολο το ματωμενο πληθος που δεν ηρθε η δεν καλεστηκε,ηταν κι εκεινοι που δεν ηθελαν να δουν τα χτυπηματα,τα σφαξιματα ,εκεινοι που ειχαν πολυ βαθειες ουλες,με κοιταζαν αυτοι που δεν τους χαιρεταω πια στο δρομο γιατι τους ξεχασα ,η ειναι μακρυα,η ξαναγυρισαν στα χωρια τους και ντυθηκαν τα ρουχα του μπαμπα τους και της μαμας τους.Δεν ηταν βεβαιως κι ο Πετρος που θα εκανε παρεα με μια χορευτρια απ’το Παρισι εκεινη που χορευε σε μια επιθεωρηση και την περιμενε καθε βραδυ εξω απ’το θεατρο να την παει σπιτι της αμιλητος,δεν ηταν κι εκεινη η Ε.που η ψυχη της εγινε ψωμι και φανουροπιττα και βρηκε τροπους να κρυφτει,και να μη νοιωθει τιποτα,δεν ηταν ο Ρ. που ηθελε να πηγαινει στα νησια μακρυα απ’τους τουριστες και μακρυα απ’τη βαρεια του καλαματιανη προφορα και να ζει ενα καλοκαιρι κατασπρο αμολυντο με ψωμοτυρι,ιδιως εκει στην Ικαρια με τα μεγαλα αδηφαγα κυματα.
Δεν ηταν ο Α. που η μαννα του πεθανε νωρις κι η αδερφη του εφυγε απ’το σπιτι και δεν αντεξε αλλο να ειναι αυτο που περιμενε ο πατερας του κι η νεα του γυναικα.
Δεν ηταν η Ρ. που τις αποκριες εκανε θαυματα κι υψωνε το κορμι της τουλαχιστον εικοσι ποντους πανω απ΄το πατωμα ,η τρελλα μαγευε το κορμι της τις νυχτες και την ξεχναγε την τρελλα της το αλλο πρωι σα να μη συνεβηκε τιποτα.
Μολις εφτασα στο μακρυ τραπεζι με ειδε ο Τακης και μου ειπε : αυτα τα ρουχα που φορας να τα αλλαζεις πότε πότε ετσι για να αλλαζεις διαθεση,κουρασμενο σε βλεπω,μετα κοιταζε κατω και δεν μιλουσε.Ειναι η μασκα μου ετσι ,του απαντησα,ειναι μασκα.
Μετα μου ειπε ο Νικος :ευαισθητο παιδι ησουν τοτε και σε πειραζαμε ,φχαριστηθηκα που θυμοτανε τις ευαισθησιες μου,(ποιες ευαισθησιες μου που δεν τις θυμαμαι;).
Eνοιωθα καπως ασφαλης αναμεσα τους ,ολοι με τις ιδιες πιθανοτητες να θυμουνται η να τους θυμουνται ,ολοι με τις ιδιες πιθανοτητες στο ταξιδι που εχει αγνωστη διαρκεια ,και να παρει ευχη φοβαμαι πολυ νάκουσω την αναγγελια του τερματος.
Κατα τις δεκα το βραδυ γίναμε καμια δεκαπενταρια παλιοι και παμπαλαιοι,
πειραζα το Χρηστο μαλακά ωστε να του ειναι φανερη η τρυφεροτητα ,του ελεγα πως τωρα που ειναι νιοπαντρος σταματησε τα παρτυ ,τις κρεπαλες και τα ξενυχτια,δεν μας καλει πια κι αυτος αντιδρουσε με τρυφερα γαυγισματα, δεν ηθελε να δαγκωσει,και οταν στο απεναντι τραπεζι που επαιζε καποιος ενα μπουζουκι ηρθε και καθησε ενας ζωγραφος της παλιας εποχης που ειχα σιγουρευτει πως πεθανε ,ζωγραφος και τρελλος και πεινασμενος ξεδοντιαρης αρχων της παλιας νυχτας,εφυγα απο την ομηγυρη των σιωπηλων συμφοιτητων μου και καθισα λιγο στο τραπεζι του ,
δεν με θυμοταν ,ρε Αλεξη εγω ειμαι ,οπως ο Πετρος που ειχε ερθει απο τον αλλο κοσμο και συναντηθηκαμε σ’ενα λιμανι,ετσι κι αυτος που ηταν ζωντανος ολοζωντανος και μια χαρα ,δεν με θυμοτανε,τον πιεσα του εδωσα πληροφοριες ,καταλαβε επιτελους και μου ειπε δεν φταιω εγω που δεν σε θυμαμαι φαινεσαι πολυ κουρασμενος ,ν’αλλαζεις ρουχα ποτε ποτε ,γιατι δεν αλλαζεις,
Δειξε μου κανενα πινακα καινουργιο ,εχεις μαζι σου? Κατι φωτογραφιες μου εδειξε κι ηταν σκιες απο γυναικες που κλαινε .Δεν πεθαναν ακομη οι γονεις μου ,μου ειπε,ζουνε κι ειναι ακμαιοι και νεοι κι εγω πλησιαζω τα εβδομηντα κι εκεινοι ειναι ερωτευμενοι και τρεχουν στα μπαρακια και στα κλαμπ κι εγω ειμαι γκαστρωμενος με τρέλλα εβδομηντα χρονια και δεν νοιαζονται .
Γυρισα στο τραπεζι που με περιμεναν οι φιλοι κι ελεγαν δειτε τον τον ευαισθητο ποσο κουραστηκε κι εγινε ολοιδιος οπως ηταν,εγινε ολοιδιοςΜετα μ’επιασε μια πολυλογια και τους ειπα ολα μου τα μυστικα μου κι επινα κοκκινο κρασι να τα βρεξω να μουλιασουνε ,και τους τα εδινα να τα καταβροχθισουνε να τα κρυψουνε στις τσεπες τους και να μ’εχουνε σε εικονιτσες καταστροφης κι ισως ετσι τους φανει λογικη η μασκα η κουρασμενη μου για τις αποκριες, δεν θελω να τις φοβαμαι τις αποκριες ,ας με παρει ο υπνος εκει στο παρτυ που θα κανει ο Χ.απ΄το πρωι,και θα τους εχω εκει σαν αγελη σα σμηνος κι οποιον παρει ο πεινασμενος λεων ο σκοτεινος ,ας παρει εμενα τον βασανισμενο.Εφυγε αθορυβα ο Αλεξης να παει να φαει ,μου εγνεψε γεια σου,να φαειφανουροπιττα ,ταχινι και παλια απογευματα με κορες που χαθηκανε σε κατι στενα στο μοναστηρακι δεν τις θυμαμαι κρυφτηκαν καλα καλα ,πηραν αλλο υφος και μολις τις συναντησα στο Παρισι τυχαια στο δρομο,μου ειπαν αυριο αρραβωνιαζομαι,δεν θελω να γνωριζομαστε τωρα κανω αλλες παρεες.
Ειπαμε στον Χ. να κανει ενα πρωινο παρτυ που να κρατησει ενα εικοσιτετραωρο ,ειπε εκεινος καποτε θα το κανω ,να δουμε ποσοι θα θελουν να ερθουν,εσυ να μη φορας τα ιδια ρουχα την αλλη φορα να φορας εκεινα που φορουσες τοτε στην εκδρομη του ετους στη Θεσσαλονικη,γελουσαν θλιμμενα , που να τα βρω ρε παιδια ,πανε τριαντα χρονια τωρα, που να τα βρω? Τοτε να μην ερθεις στο παρτυ,να κατσεις σπιτι σου ,ελεγαν και γελουσαν που ημουν πολυ διαφορετικος απο τοτε που με καναν παρεα και τοσο ολοιδια ενοχος διπλα στο ντεκαντανς που εκλαιγαν τα πιτσιρικια ,εκλαιγαν που μας ειδαν και τρομαξαν και δεν ειχαν κεφι ν’ακουσουν το μοδατο ντι τζει μονο τρομαξαν κι εφευγαν προς το λοφο να κρυψουν τους φρεσκους ερωτες τους και να κρυφτουν .
Ο Τακης γελουσε κι ελεγε ειναι απλα τα πραγματα ειναι απλα ,εκεινα τα πραγματα λοιπον εφευγαν κι ολο εφευγαν να πανε να πεθανουν ισως, δεν ξερω, με πηρε ο υπνος εκει στο πεζοδρομιο κι οταν ξυπνησα ειχα γενεθλια και η μανα μου ετοιμασε ενα χαλβα γιατι δεν ειχαμε λεφτα εκεινη την Κυριακη να παρουμε τουρτα με κερακια και το σπιτι μας ηταν μικρο και χωρις κανενα παραθυρο και δεν τυχαινε σε μας ουτε φωνη ουτε ακροαση.

Σάββατο, Ιανουαρίου 13, 2007

Ελπήνωρ, πως ήλθες...


Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα, τα μαύρα

κυπαρίσσια,

το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως,

τα κούφια βράχια, ο αδυσώπητος ήλιος απάνω,

και μήτε κύλισμα νερού, μήτε πουλιού φτερούγα,

μονάχα απέραντη, αρυτίδωτη, πηχτή σιγή.

'Ηταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε,

όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε, ο Ελπήνωρ πρέπει να 'ναι

εκείνος...

Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε,

αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.

'Ηταν αυτός ο Ελπήνωρ, πράγματι, στα μαύρα κυπαρίσσια,

τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς,

σκαλίζοντας την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα.

Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα,

Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ' αυτή τη χώρα;

είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά,

τον περσινό χειμώνα, κ' είδαμε στα χείλη σου το αίμα

πηχτό,

καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.

Μ' ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού,

ν' ακούς τ' ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.

Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ' αυτή τη

χώρα,

τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Και τότε πάλι εφώναξα

βαθιά τρομάζοντας: Ελπήνορα, που 'χες λαγού μαλλί

για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου, Ελπήνορα,

χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας,

εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου

πώς ήρθες, φίλε αλλοτινέ, πώς μπόρεσες

να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει

περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ' τον ήλιον, αποκρίσου,

αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας να 'ρθεις, αποκρίσου.

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.

Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.

Η θάλασσα, τα κυπαρίσσια, τ' ακρογιάλι, πετρωμένα

σ' ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός, ο Ελπήνωρ

που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά

χειρόγραφα,

τυραννισμένος απ' την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς,

με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του,

σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάκτυλα,

σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά

στον αδειανό, χωρίς φτερά, χωρίς ηχώ, γαλάζιο αιθέρα.


Τάκης Σινόπουλος, "Ελπήνωρ", Συλλογή Ι (1951-1964), Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1976,
σσ. 11-12.

eXTReMe Tracker