Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2008

αποσπασματα


Η ερημια των αναμνησεων,
εβλεπα ονειρο την Παρασκευη το βραδυ πως ημουν πιθηκος στο κεντρικο δεντρο της αυλης ,πιανομουν απ’τα κλαρια της ιτιας,πηδαγα απ’τα ψηλα στα χαμηλα,ενοιωθα ωραια σαν πιθηκος πανω στο δεντρο,…..μ’εβλεπε η σκυλα μου ,που δεν ημουν πια ανθρωπος,κι ειπε αφου αποφασισε κι ηρθε στον δικο μας κοσμο τον κοσμο των ζωων,ας τον παντρευτω αφου αγαπιομαστε,μ’αγαπαει και τον αγαπαω τοσο,ηρθε και μου κανε την προταση με μεγαλη φουρια και ταραχη,………εγω τρομαξα την εβλεπα ταραγμενη ,ποσο την αγαπουσα,
Ποσο την αγαπουσα,που βρηκε την τολμη να μου μιλησει,αλλα δεν το αντεχα να μεινω για παντα στον κοσμο των ζωων,που η αγαπη είναι τοσο πηχτη,τοσο στερεη σαν τοιχος.
Σαββατο,
συνεχιζω να βλεπω εγχρωμα όνειρα,που θυμαμαι σχεδον ολες τις λεπτομερειες το πρωι,καλο είναι αυτό η κακο?,ειδα την μανα μου να είναι μπροστα σ’ένα γκισε και να σημειωνει κατι ο υπαλληλος,με κοιτουσε , ηταν όπως ηταν τοτε που ηταν σαραντα-σαραντα πεντε,μονολιγο μαραμενο το υφος.
Μονο αυτό μου προδωσε ότι δεν ζει.Ηταν λοιπον ορφανη υιοθετημενη
Κι εψαχνε σε καποια νομαρχια την πραγματικη της μητερα,ελεγε στον υπαλληλο πως η πραγματικη της μητερα ηταν καλογρια,κι αν την βρουν
Θα την αποκαλει «καλογρια –μητερα»,με κοιτουσε την ωρα που μιλουσε,με κοιτουσε σαν μην ηθελε να φανερωθει ότι ειμαστε μαννα και γιος,η σα να ειχε θαμενη την αγαπη μας στο ερημικο τοπιο των αναμνησεων.
Οι πεθαμενοι ισως, για να ησυχασουν ,να κανουν τις αγαπες τους μαρμαρινες σε σιωπηλα νεκροταφεια.


Οι σιωπες.


Οι σιωπες που με ανεθρεψαν,τα μυστικα που μου αποκαλυφθηκαν πολύ αργοτερα,το πονεμενο χαμογελο που φυτρωνε στους γαμους και τα βαφτισια,η ματαιοτητα των Χριστουγενων,του Πασχα,του καλοκαιριου,tης Παναγιας ,και του Χριστου του ιδιου,εκλεινε λιγο τις πληγες τους ,τους εκανε να φαινονται πιο χαμογελαστοι πιο αισιοδοξοι.


Οι φιλες μου στα σκουπιδια

Βρισκονται κι αυτές σ’ένα φαυλο κυκλο αναμεσα στο καθαρο τους προσωπο ,την καθαρη τους την ψυχη,κι ολου του κοσμου την αμαρτια,κάθε μερα συγχωρουν αμαρτωλους ,χαμενους,χτυπημενους που προτου χτυπηθουν χτυπουσαν,που ο πονος τους συμμαζεψε στην στοργικη αγκαλια του ,είναι καμια φορα ο πονος η πιο βαθεια στοργη.
Μεσα σε τοσες αμαρτιες που εχουν συγχωρεσει,λοιπον καποια δεν τους γυαλισε?

Τα παγώνια ένα βραδυ

Θελω να ειμαι καλα,θελω το πρωι να μυριζει μαστιχα,κατά τις δεκα να είναι ο ουρανος γαλαζιος,στις εντεκα ο καφες μυρωδατος εις τη νιοστη να σου χαμογελα, στις δωδεκα να βλεπεις τις πιο γλυκες αρμονιες να κανουν παρελαση στον δρομο,να εχω χαραξει ένα ωραιο σχημα-τατουαζ στην ψυχη μου,
το μεσημεριατικο υπνο σαν κατασκηνωση στα πελαγη της παιδικης ηλικιας,
Το απογευμα ένα τραγουδι με τραβαει να χορεψω κι ας μη τα καταφερνω,μετα θα ερθουν τα χαμογελα των απροσμενων γνωριμιων,μετα στο παραξενο μπαρ-ρεστωραν με όλα τα χτυποκαρδια,και το μελλον να στεκει λαμπερο στο απεναντι πεζοδρομιο,μετα στο σπιτι που μιλoυσαμε για τις ψυχες , τα παγωνια του δημου πριονιζουν επιθυμιες κι επιθυμιες αλλα εμεις ξενυχτουσαμε.
"τα σκουπιδια της πολης"
Παντα φανταζομουν μια αθροιση ανθρωπων που βοηθουν αυτους που εχουν αναγκη και βοηθιουνται κι αυτοι,θα μαζευαν πολυτιμα σκουπιδια,θα τα μετασκευαζαν,θα τα πουλουσαν,θα ζουσαναρκετες ωρες μ'αυτους που βοηθουσαν,θα τους μαθαιναν τεχνες,θα τους μαθαιναν τη γλωσσα,θα μαθαιναν ολοι μαζι ν'αγωνιζονται.Αληθεια ποσο μια ζωη μπορει να ειναι δημιουργικη,αγωνας και γιορτη μαζι?

Δευτέρα, Νοεμβρίου 03, 2008

Μικρό παραμύθι με ελάφι

"...κάθε χρόνο, της Αγίας Μαρίνης, ένα ελάφι κατέβαινε από το βουνό, δώρο στη χάρη της. Καθότανε να το σφάξουν και να το μαγειρέψουν να το φάει ο κόσμος. Κι ο κόσμος το ήξερε και το περίμενε. Μια χρονιά όμως το ελάφι άργησε. Περίμεναν οι επίτροποι, περίμενε και ο κόσμος, τίποτα. Λίγο πριν τελειώσει ο παπάς τη Λειτουργία, φάνηκε το κακόμοιρο λαχανιασμένο και κουρασμένο και καταϊδρωμένο. Οι επίτροποι τό 'πιασαν αμέσως και τό 'σφαξαν, χωρίς να του δώσουν ούτε μια σταλιά νερό, για να μη φύγει ο κόσμος που ανυπομονούσε. Από τότε το ελάφι δεν ξαναφάνηκε. Μάθημα που δε σεβάστηκαν το θαύμα και δεν το άφησαν να ξαποστάσει"


(παραμύθι που λέγανε παλιά σε χωριό της Μακεδονίας)

νερό κερί και θειάφι


εσυ: ναι
εγώ: ναι ναι
εσυ: το δευτερο ναι πού παει?
εγώ: παει στο απολυτα ειναι δυυσκολο πραγμα το απολυτα σχεδον ιερο,το σεβομαι και του βαζω στην ακρουλα του ενα προσφορο ενα κερακι ενα ναι
εσυ: τιμη μου που μνημονευεις παρεα μου το απολυτο
εγώ: σερναμενος κοιταω τις ακρουλες τα βαθουλωματα στο βραχο και λεω να το απολυτα που σεβομαι που φοβαμαι και με δερνει,και το αποφευγω και το ραινω με μοσχογιασεμια της απειραχτης παρθενας νιοτης μου,ημουνα νιος και πρεπει κατι ναχω να μιλαω στον πληθυντικο κι ειναι αυτο το απολυτα το απολυτα που μυριζεις κερι.
εσύ: θέλω να σου πώ για το νερο
εκεινο που σβηνει στις ακτες
εγώ: που μυριζεις το θειαφι ειναι αυτο που θελει να πεθανουμε με τη σειρα μας αχ δεν μενουνε λεξεις στο σπιτακι που εχτισα μωρε δεν μενουνε μονο δακρυα και ρουφηγμενες μυτες ,δε μενει τιποτισ
εσύ: αχ μωρε,αχ

eXTReMe Tracker