Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2005

Το ράγισμα του θόλου



photo by removebeforeflight.


Δεκαετιες ολοκληρες χουζουρεύαμε σε μια αμμουδια ,αφελεις και χαρουμενοι,κοιμομασταν κι ολο κοιμόμασταν ,αγκαλιασμένοι,πλατη με πλατη ,άλλες φορες με πλεγμένα πόδια ή πλεγμένα χέρια,μερικες φορες προσπαθουσαμε να κοιμηθούμε ακουμπωντας μόνο τα χειλη μας ,καποιες άλλες καναμε ωραιους γιαπωνέζικους ύπνους μυτη με μυτη.Ζούσαμε σαν ξεχασμένοι και παρατημενοι απ’τον κόσμο σ’ένα μέρος ,πώς να το περιγράψω,ηταν αμμος το εδαφος με καποια χαμηλή βλαστηση
Σαν κι αυτή τη γοητευτικη κι ελάχιστη που συναντάς στις Κυκλάδες ,αμμος γυρω τριγύρω αλλα δεν μπορώ να θυμηθω θάλασσα ,ούτε ακριβώς ουρανο ειχε, μονο ένα θολό θόλο,ένα θαμπό ασαφές στερεωμα που μας προστατευε και μας χώριζε εμας τους δυο από τον υπολοιπο σύμπαν.Εκει μέσα λοιπόν ετρεχε ο προστατευμενος χρόνος μας κι ειχε μια ηρεμη ησυχια και μια δροσερή σκιά νυχτα και μερα που βοηθουσε τη γλυκια υπνηλία μας ,εκανε τους υπνους μας γλυκους ικανοποιητικους χορταστικους πληρεις χαδιαρικους κι αγαπησιαρικους.Ζουσαμε κυριως μεσα στους κολλητους υπνους μας αγγιζαμε ο ενας τον ευαισθητο ευαλωτο κοιμώμενο σώμα του αλλου.Ειχαμε με καποιο τρόπο΄σιωπηρα συμφωνήσει και μας αρεσε να κοιμομαστε ετσι ξεμοναχιασμένοι,να οδηγούμε το πλοιο του υπνου μας δεμένοι οι δυό μας μεσα στο χρονο ,ειχαμε αναγκη για να κοιμηθουμε ο ενας με τη μυρωδιά το αγγιγμα του αλλου,όχι δεν χρειαζόταν καθόλου να μιλάμε ,γρήγορα καταλαβαμε ότι οι συζητησεις, οι λεξεις ηταν περιττες ,αλλωστε διέκοπταν εκεινη την μαλακή γραμμη της σιωπης που χρειαζοταν για να βλαστησει η υπνηλία μας .Ειχαμε καταφέρει να ξυπναμε και μαζι ,ανοιγαμε τα ματια μαζί ,(τι παραξενο ρολοι της φύσης),κοιταζομασταν, εβγαζε ένα τσιγαρο απ’το πακετο καπνιζε ,εγω την κοιτουσα εφτιαχνα καφε, μου χαμογελούσε ,ισως εστρωνε λιγο τα σκεπάσματα εδιωχνε την αμμο που ειχε φερει ο ελαφρός αέρας , μ’άρεσε να χαράζω ακαθόριστα σχεδια πανω στην απάτητη άμμο αλλά και παλι γρηγορα νυσταζαμε ,κυλούσε γρήγορα η στιγμή που πλησιάζαμε ο ενας στον άλλο στην απάγγια μας γωνία να πλέξουμε τον καινουργιο φρέσκο μας ύπνο ,δεμένοι πανω στο καταρτι του αθόρυβου χρονου μας.
Μόνο μια φορά απίστησα. Καπου στα μισά της νύχτας σα να χαθηκε ο υπνος μου κι ανοιξα ένοχα τα ματια μου ενώ εκείνη κοιμόταν .
Ενοιωθα τύψεις που ξύπνησα χωριστά, αλλα παλι ηθελα πολύ να την
παρατηρησω ,να την ερευνήσουν τα μάτια μου
χωρίς εκείνη να νοιωθει, να ξερει τίποτε .
Ηταν καπως σαν αμαρτία αλλα μου αρεσε ,μ’ανατρίχιαζε κι ηθελα όλο και πιο πολύ να την βλεπω οσο θέλω,οπου θελω ανενόχλητος ,κοιμισμένη εκείνη ξύπνιος εγώ.
Καθώς την κοίταζα κρυφα ειδα κάτι που δεν το περίμενα κι έγινε η χαρα μου εντονη κι αναπάντεχη .
Το κοιμισμένο πρόσωπο της ειχε ακόμα το σχέδιο της εφηβείας της .
Μ’επιασε μια τρελή αισιοδοξία μεσα στη νυχτα που υπαρχει το σχεδιο
αυτό στο προσωπο της, που ελαμπε ακόμα αυτή η περιέργεια για το τι θα φέρει ο χρόνος , αυτή η απονήρευτη χαρα για τη ζωή .
Μια κακη νύχτα ειχε κι εκεινη αυπνιες ,ετσι λοιπον καθως ηταν περίεργη
απιστησε κι εκεινη απ’τον κοινο μας υπνο ,
πηγε λιγο παραπερα κι αρχισε να παρατηρει τον θολό θόλο
που μας χωριζε και μας προστατευε εμας τους αγαπημένους .
Ερευνούσε με τα ματια της πανω κατω ,εψαχνε και βρηκε κάτι ,
καποια ρωγμη κατι σαν τρυπα ,ενα ραγισμα που απο κει φαινοταν τι γινεται εξω. Ειδε πραγματα φοβερα γιατι τρομαξε κι αρχισε να τρεμει,
συνέχισε να κοιτάζει κι οσο κοιταζε τοσο μαραζωνε ,τοσο ετρεμε, παγωνε , χαραζόταν στη τρεμαμενη ψυχη της μεγαλη πληγη που δεν θα ηταν ευκολο να κλεισει.
Μεχρι να ξημερωσει παρατηρούσε κι οταν γυρισε πια σε μενα δεν γελουσε ,δεν μ’ακουμπουσε ,δεν με κοιτουσε.
Μονο μια απογνωση κι οργη ειχε εγκατασταθει στο προσωπο της,
ηταν απομακρη και συνοφρυωμενη .
Τη ρωτησα να μου πει , στην αρχη δεν απαντουσε μονο κοιτουσε στην αμμο κι εκανε σχηματα μαυρα κι αραχνα.
Εφτασα να την απειλησω οτι θα φυγω για να μου πει τι ζοφερό ειδε πισω απ’το σεντόνι.Τοτε μόνο προσπάθησε να μου μιλησει αλλα δεν εβγαινε κανενα νοημα ,πετουσε αχρηστες λεξεις που δεν ηξερα , προτασεις χωρις κανενα νοημα ,μιλουσε γρηγορα χωρις διακοπες σα να μην ηξερε να μιλάει ,οση φαντασια κι αν εβαζα δεν εβγαζα ακρη, δεν την καταλαβαινα .
Οσο προσπαθουσε να μιλήσει τόσο εκλαιγε κι ετρεμε.
Τωρα που το φερνω στη μνήμη μου εκεινο το καλοκαιρι ,
σκεφτομαι πως ισως και γω να μην ηξερα ν’ακουσω ,
να μην ηθελα να καταλαβω,ισως και να μην μπηκα στην κουραση να ταραχτω μαζι της, να μην θελησα να την ακολουθησω εκει πίσω απ’το ραγισμα του θόλου.
Ενοιωθα διπλα μου εναν αλλο ανθρωπο , με κοιτουσε φοβισμενα και δεν μ’εμπιστευοταν σα να ημουν κι εγω μερος της μυστικης συνομωσιας που μονο εκεινη ειδε κι ανακαλυψε.
Προσπαθησα με παρακάλια και παραμυθια και γλυκολογα να της σβησω την κακη εικονα , να μη φοβάται ,δεν μ’ακουγε μόνο κοιτουσε μακρυα με βλεμμα βλοσυρο κι απόλυτο.
Ηταν πια δεκαεπτά Αυγουστου και τα μαζεψαμε αρον-αρον, μπήκαμε στο θρυλικο «Μαριάννα» που έκανε τη γραμμη Κουφονήσια –Ναξο ,απ’τη Ναξο αμιλητοι πηραμε το πλοιο για τον Πειραια .
Ηταν εκεινος ο Αυγουστος που στην Αθηνα εκανε παλιόκαιρο ο κοσμος είχε βγάλει βαρεια ρουχα και παλτά να γλιτωσει τον αυγουστιατικο χειμώνα,πανε είκοσι χρονια νομιζω .Απο τοτε δεν ξανακοιμηθηκαμε οπως κοιμόμασταν μαζι.
Ο,τι εγινε το θαψαμε, δεν ξαναμιλησαμε γι αυτο και φερόμαστε ,ας πούμε ,σα να μη συνέβει τίποτα.
Καμιά γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά , οπως αυτες τις τελευταίες, ακομα ελπιζω οτι θα βρει τον τροπο της ,ακομα και τωρα, να με κανει να καταλαβω τι ειδε, τι της συνέβει.
Αν το καταφερει τοτε κι εγω θα της πω πως ακομα λαχταρω να την δω κοιμισμενη να εχει το προσωπο μικρου παιδιου.

Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2005

Ορφανοί καιροί



photo by suzeque
.


Ενας γλυκος κι έρημος αέρας μ’έφερε χθες στη συνοικία των χαμένων καιρών.Εννοώ την συνοικια της ζωής που αγάπησα αλλα δεν έζησα
Τα ραντεβού που ματαιώθηκαν ,τ’ αμαρτήματα που δεν τόλμησα,την άμμο που γλίστρησε απ’τα χερια μου, τα καλοκαίρια που έμεινα μόνος στην Αθήνα,τα ταξίδια που δεν έκανα ,ακόμα κι εκείνα τα μεσημέρια που μ’έβαζαν με το ζόρι να κοιμηθώ ενώ ηθελα να είμαι έξω με την παρέα της γειτονιάς .
Αυτά τα ορφανά κομμάτια της ζωής μου ειναι τα πιο καταδεκτικά ,
χαιδεύονται τρυφερά με την φαντασία μου πιο πολυ απ’τις στιγμες που έζησα.
Περπατούσα λοιπόν σε κατι ανηφοριές γυρω απ’την Ακρόπολη που ήξερα οτι υπάρχουν κι ειναι τοσο ηλεκτρισμένες οταν τις φωτίζει το φεγγάρι . Ενώ καποτε ζουσα εκει κοντα τις αγνοούσα , ποτε μου δεν τις ειχα περπατήσει.
Στην σιωπηλή οδο Σωφρονίσκου μια κοπελλα με φώναξε από ενα παράθυρο ,ανέβηκα στο σπίτι της ,ηταν Κυριακη μεσημέρι μου έφτιαξε καφε,
θα την ειχα ερωτευτει αν ειχαμε παει μαζι σχολειο,
κι αν την είχα παντρευτεί ποιος ξέρει μπορεί να ζούσαμε μια αιώνια εφηβεία μαζί.
Στο διπλανό δωμάτιο η φίλη της η Αγγελική χτενιζόταν μπροστα σ’ενα καθρέφτη ,την αναγνώρισα ,δεν ειχε μεγαλώσει απο τότε που κοιταζόμασταν στα ματια ,καθε απόγευμα στο λεωφορείο για το φροντιστήριο .
Χτενιζε συνέχεια τα ισια μαλλια της και μου ειπε: «Με θυμασαι?»
«Εχω την αρρωστια να ξεχνώ το παρελθόν » της απάντησα αμήχανα,
δεν της είπα πως την θυμόμουν.
«Θελεις να παμε βόλτα στο ψιλικατζιδικο της Αρμένισας να παρουμε κουφέτα
για τα βαφτίσια,σημερα εχουμε βαφτίσια»
«Ποιος εχει βαφτίσια?» την ρώτησα
«Η φιλη μου θα βαφτίσει την κουκλα της .Μετα θα πάμε να κλέψουμε λουλουδια απ’τις αυλές της Ν.Σμυρνης ,θυμάσαι τότε που ειχες φοβηθή να ερθεις? »
Με κοίταξε βαθειά στα μάτια απ’τον καθρεφτη ,το δωμάτιο ,η επιπλωση ηταν του παλιου καιρου σαν το δωμάτιο που υποδεχόταν τους ξένους η γιαγιά μου ,στην αυλή είδα ενα πηγάδι.
Ακουγα παραπονεμένους αναστεναγμούς και κρυφά,πνιχτά γέλια απ’τους τοιχους, απ’το διπλανό σπίτι ,δεν ξέρω απο που.
Καποια στιγμη γλίστρησε η χτένα στα χερια μου κι άρχισα να την χτενίζω,πέρναγα τη χτένα στα λαμπερά μαλιά της και μύριζα φρέσκο άρωμα.
Οι αναστεναγμοι δυνάμωναν ,ανάμεσα τους τα πνιχτα γελια κατι σαν μουσικη σωματική,ανθρώπινη μ’ενα ρυθμο που με γαλήνευε και με μούδιαζε ,ηθελα να μείνω εδω,να μην τελείωσει ο καφές που μου εφτιαξαν ,να δεχομαι τις παράδοξες προσκλήσεις τους ,να παίξω στα αρωματικά παραμύθια τους, απ’την αρχη να γίνουν οι γάμοι ,οι βαφτίσεις ,τα γλέντια,όλες τις μουσικές να τις σφυριξουμε ανέμελα,να πάμε σχολείο ,να μεγαλώσουμε,να βρούμε ,να χασουμε ,να χαθούμε και να ξαναβρεθούμε .
Την χτενιζα με τον ρυθμο των αναστεναγμών και της ελεγα : «Κάπου θα ξαναβρεθούμε ,θα γελάμε που ηταν τοσο εύκολο κι απλό ν’ανακαλύψουμε εκεινη την συνοικία που είναι η πιο δική μας»,
Ποιος καλός αερας θα με στείλει να μείνω σ’εκείνη τη μαγνητική τρελλή γειτονιά που περιέχει ο,τι χάθηκε , ο,τι δεν έγινε, ο,τι δεν θυμάμαι πια,τις κρυφές αγωνίες, τους άδειους δρόμους,τα φωτισμένα παραθυρα,τα λαχανιάσματα, τα σιωπηλά μας βλέμματα κι ας μείνω εκεί παγιδευμένος στον ορφανό ιστο της εφηβείας μας

Τρίτη, Ιουλίου 05, 2005

le vent nous portera



photo by Seba Maya.


Je n'ai pas peur de la route.
Faudrait voir, faut qu'on y goûte
Des méandres au creux des reins
Et tout ira bien
Le vent l'emportera
Ton message à la grande ourse
Et la trajectoire de la course
A l'instantané de velours
Même s'il ne sert à rien
Le vent l'emportera
Tout disparaîtra
Le vent nous portera
La caresse et la mitraille
Cette plaie qui nous tiraille
Le palais des autres jours
D'hier et demain
Le vent les portera
Génétique en bandoulière
Des chromosomes dans l'atmosphère
Des taxis pour les galaxies
Et mon tapis volant lui
Le vent l'emportera
Tout disparaîtra
Le vent nous portera
Ce parfum de nos années mortes
Ceux qui peuvent frapper à ta porte Infinité de destin
On en pose un, qu'est-ce qu'on en retient?
Le vent l'emportera
Pendant que la marée monte
Et que chacun refait ses comptes
J'emmène au creux de mon ombre
Des poussières de toi
Le vent les portera
Tout disparaîtra
Le vent nous portera

B.Cantat.

eXTReMe Tracker