Τρίτη, Μαΐου 31, 2005

Doors και Χιώτης



photo by jasonaut.

Τα κορίτσια μ’ένα όνειρο στα μάτια την ώρα που αφήνουν την Πάρο και φεύγουν γι' Αμοργό,ακριβώς τα μεσάνυχτα το πλοίο που θα τις πάρει φτάνει σαν κατάφωτη πάπια στο λιμάνι της Παροικιάς,εμεις τις χαιρετάμε ζαλισμένοι στον κόσμο των disco-whisky bars με Doors και J.J.Cale στη διαπασών "..αφού το θες τούτη τη βράδια με βαριά καρδιά και καημό μεγαλο",ζεστος αέρας στο πρόσωπο σου ανακατεύει τα μαλλιά κι ένα μεγάλο φεγγάρι που φωτίζει τα φθινόπωρα στο Νέο Ψυχικο,και λάμπει σαν όνειρο που με παρηγορει,η κοπέλα φοράει χρύσα γοβάκια,φοραει ένα γέλιο κι ένα φως,πριν στο μεξικάνικο εστιατόριο "La casita" ήπιαμε παραμυθένια κιτρίνη τεκίλα ,ήταν εντελώς άδειο ,θυμάμαι ότι μετά βρέθηκα μες στο γυάλινο σπίτι της ,βγήκα το πρωί στη λαϊκή αγορά ,ήτανε Πέμπτη ,ν’αγορασω φρούτα για τη μάνα μου,μονο μανταρίνια έτρωγε εκείνη την εποχή ,χάζευα τα μικρά κακτακια στον ανθοπωλη της λαϊκής και μια κύρια με ρώτησε αν αγαπώ τους κάκτους
-Έλα στο σπίτι μου να σου δώσω μερικούς σπάνιους να τους φυτέψεις,
-Έλα όποιο πρωινό θέλεις .
Δεν πηγα να την βρω,γιατι μετά χιόνισε γκρίζο χιόνι κι οι παρέες μου ήταν ανήμπορα μωρά που δεν είχα που να τα αφήσω ,έμενα σπίτι να τα φροντίζω να μεγαλώσουν να μην πεινάσουν να σπουδάσουν και να νοικοκοιρευτούν να τα καμαρώνω να ησυχάσω κι εγω .
Κάπως έτσι θυσιαστηκα, ξέχασα νησιά ,ξέχασα χρυσά γοβάκια και κάκτους και φωτισμένα πλοία και φεγγαρια τόσο μεγάλα όσο να φωτίζουν άδεια γυάλινα δωμάτια στα δάση του Ψυχικού και οπουδήποτε αλλού. Έμεινε μόνο σαν ανάμνηση εκείνο το τραγουδάκι της παλιάς εποχής που τραγούδησαν οι Doors ένα βράδυ του εξήντα στο αλσύλλιο της Ν.Σμυρνης : «Αφού το θες τούτη τη βραδιά με βαριά καρδιά ,σου αφήνω γεια με καημό μεγάλο».

Τρίτη, Μαΐου 24, 2005

Magica de Spell is cooking


photo by DoHop.

Δώσε κλώθο ν'αρχινίσει,
μαγείες με γεύσεις και χρώματα (risotto rubino).
H παραμυθία της μαγειρικής,
ή άλλως να ψήνεις και να ψήνεσαι,
Αφορμή είναι τα αρωματικά παραμύθια ή οι συνταγές ; Διαλέξτε!

Δευτέρα, Μαΐου 16, 2005

ένα ωραίο αύριο στην ώρα του


photo from av_producer.


Mεσ’τη βαλίτσα ειχα αδικίες παραπτώματα και λάθη, στριφογύριζα στα χωριά της Αθηνας πάνω κάτω στα ξερα χωράφια να τα επιδεικνύω να τα πουλαω εξω απ’το μετρό σε αφελεις μύωπες κινέζικα γυαλιά ηλίου, σε κομψευομενους επιδειξίες μάρκες πουκάμισα μαιμού.Ενα σωρο αδικιες λοιπον κουβαλουσα στις τσεπες, στα χερια και την έστηνα τη βαλίτσα μου στο Μοναστηράκι κι ενα σωρο αλλα μαγνητικά πεδία,και περίμενα κανένα πελάτη καμια ερωμένη,κανενα πατέρα και μητέρα.Ο κοσμος δεν ζητάει τιποτε απ’τους άτυχους,δεν απαιτεί απ’τα λάθη τους,δεν παρατηρεί τα τραύματα,τις αμαρτίες τους.
Ο κόσμος δεν μαζευει τα σκουπιδια του ,δεν ακουει δεν βλεπει δεν ποναει, παίρνει συνεχώς παυσίπονα,ειναι και δεν ειναι,χτυπάει μονο αόρατα τατουάζ.
Κι εγω με τα λοφία στο πορτοφόλι,πού να ξερω ποσο ασήμαντη ηταν η ευχή μου,ποσο τα ειχα μεγαλοποιησει τα βιβλία κι οσα με είχαν μαθει στο δημοτικο και στο γυμνάσιο Τιποτε δεν ηξερα ,δεν σκαμπαζα ,άσσο στο διαγωνισμα ,άσσο και στην αγαπη.
Δεν εμαθα να λυνω τις εξισώσεις των ματιών,μονο ξεχνιόμουνα και περνούσα απ’την Μάρκου Μουσούρου ,περιοχή πρώτο Νεκροταφείο,κι εδειχνα τ’ασημένια δαχτυλίδια σε κατι ξανθιές αλλοπαρμένες ,και μετα κατέβαινα στον Πειραια πισω απ’το Δημοτικο Θεατρο και έβαζα ψευτικα τατουάζ στις σερβιτορες απ’τα καφενεια,αυτες με κερνουσανε ουζακι και χαμογελουσα.
Απο κει έφευγα και πήγαινα λιγο πανω απ’την Πειραική κοντα στη σχολη Ναυτικών Δοκίμων κι ευρισκα φτωχα σπιτακια ,νοικοκυρεμενα να μπω να μυρίσω τις τραπεζαρίες και τα σαλονακια τους να πουλησω εικονες οικογενειακές σε κάδρο περιποιημένο ,να εχουνε να δείχνουνε καταγωγή και ρίζες των εργατών προγόνων, μου φέρνανε αυτα τα σπιτακια αγαπη και δροσερα μεσημερια μεσ'το κατακαλόκαιρο.
Μετα ξανανεβαίνω Αθήνα στην Πλατεία Βαρναβα στο Παγκράτι να τη γυρνάω γύρω-γύρω σα γυρολόγος που ειμαι, να θυμηθώ ποια μ'αγαπούσε και με μισούσε τοτε που μεγάλωνα σ’αυτή τη γειτονιά.Παλι φευγω και πάω κάτω Τζιτζιφιες εκει ειναι Ανοιξη Μάιος μήνας και αν ηξερες πόσο όμορφα μυριζει η τζιτζιφιά όταν ειναι ανθισμένη, μεσα σ’αυτη τη μυρωδιά τα ξαναβρισκω ολα οσα ετρεμαν στις παλιες γειτονιές και στις σφιχτές αγκαλιές.
Τοτε λοιπον δεν σκάμπαζα ούτε απο αύριο, ουτε απο μάτια ,ουτε απο σχέδια και χαμόγελα ,ουτε απο σήμερα κι όλα τα ανεβαλα ,ολα για αύριο και μεθαύριο και βολευόμουνα. Συνήθισα να ζω ακουμπώντας την πλάτη στο αύριο , με μιά σιγουριά απατηλή οτι θα ειναι ατέλειωτο και δικαιο οσο δεν ηταν ,δεν ειναι, κανένα σήμερα.Συνήθισα να περιμένω ενα αύριο ωραίο όταν θα έρθει η ώρα του.

Παρασκευή, Μαΐου 06, 2005

Μόνο μια ζωή ;


photo by Urmila.

Είδα τη Μίτσι ηταν λιγο πιο ντροπαλη αλλα το ιδιο
μπλαζέ ,δεν ηταν φοιτητρια ουτε ειχε την οικονομικη ανεση αυτή που ηξερες,
τα εβγαζε περα κανοντας θεληματα σ’ένα κοσμηματοπωλειο,απ’το ελαφρως συνοφρυωμενο βλεμμα της κι απ’τα πρασινα ματια της καταλαβα ότι ηταν εκείνη.
Το περιεργο είναι ότι βρηκα και τη μάννα μου,ηταν σ’ένα προαστειο κοντα στη θάλασσα καμια τριανταρια χιλιομετρα εξω απ την πολη ,παντρεμενη μ’ένα κυριο οικοδόμο και πολυτεχνίτη ,νομιζω Πελοποννήσιο εκεινη καταγόταν απ τη Μικρά Ασία,δεν ειχανε παιδια ,μου φανηκαν αγαπημενο ζευγαρι,πηγαινε και τον βοηθουσε στις δουλειες του πολλα πρωινα ,τα βραδια κατέβαιναν στη θαλασσα κι εριχναν παραγαδι , μ’ένα πολύ μικρο βαρκάκι.Χρησιμοποιούσα τον ανδρα της σε κατι μερεμετια ,μια μερα που τον εψαχνα περασα απ’το σπιτι της ,χαμογέλασε κι είπε περαστε ,τα ιδια ματια η ιδια μυτη το ιδιο στομα ,αναρωτιόμουν αν εκεινη καταλαβαινε κατι,το σπιτι της ηταν πολύ ακαταστατο,περιεργο αυτό ισως ο ερωτας την εκανε να μην πολυενδιαφερεται για την καθαριοτητα και την ταξη.
Μιαν άλλη μερα στο τραινο βρηκα και τον Πετρο,ειχε εκεινη την σκεπτικη αισιοδοξια και τα καταμαυρα μαλλια ,ηταν σε μια μεγαλη παρεα που πηγαινε για Πασχα στη Μακεδονια,ηταν μουσικος και τους επαιζε κιθάρα μεσα στο βαγονι.Ενα βραδακι του Μαιου ειδα κι εμενα ημουν γυρω στα σαρανταπεντε ειχα καροτσάκι κοντα στο μεγαλο μεγαρο του Χρηματηστηριου,ο κοσμος ετρεχε να προλαβει τις δουλειες του ,γεμιζε τα πεζοδρομια ,μερικοι σταματουσαν μπροστα στο καροτσακι μου ,καθομουν σ’ένα σκαμνι,φορουσα ασπρη ποδια κι εφτιαχνα σαντουιτς με τυρι φετα,σαλαμι,ντοματα και αυγο ,ηταν η σπεσιαλιτε μου,χαμογελούσα στους πελατες μηχανικα,με γρηγορες κινησεις ανοιγα στα δυο τα ψωμακια, τα παραγεμιζα,το ραδιοφωνακι που ειχα στη ακρη διπλα στο σκαμνι επαιζε ένα τανγκο ,ηταν το «κόκκινο φώς του απογεύματος», θυμαμαι ότι το ακουγαν οι γονεις μου ,όταν ζουσαμε πριν πολλα πολλα χρονια ,και κοιταζονταν στα ματια.

eXTReMe Tracker