λουστρίνια

photo by alittam.
Κόκκινα λουστρίνια ,λαμπάδες, γιορτή για τη απόσταση της ζωής με το θάνατο
-Να ζήσετε!
.
Κόκκινα λουστρίνια ,λαμπάδες, γιορτή για τη απόσταση της ζωής με το θάνατο
-Να ζήσετε!
Χθες το βράδυ την ώρα που κοιμόμουν ηρθε να μ’επισκεφτεί αυτό που θέλω,έτυχε μαλιστα να ειμαι μ’εκεινο που εχω.Ηρθε ετσι στα καλα καθούμενα και δεν ταραχτήκαμε δεν ανησυχήσαμε ,έβλεπα δίπλα μου να μου μιλα και να χαμογελά, να είναι οικειο αυτό που παντα ηθελα και μαλιστα τοσο κοντα σ'άυτο που εχω. Μπορουσε η καρδια μου ανεμποδιστη να συγκρινει,να κοιταει και να μετράει αν αλήθεια το θελει αυτό που θελει ,αν αληθεια υπερτερεί απ'αυτό που έχει,κι αν αυτό που έχει εχει καποιου ειδους σχεση μ'αυτό που θελει.Ή ίσως ειναι ανήμπορη να δει πως αυτό που εχει είναι πιο καλό απ'αυτο που παντα ηθελε.
Αυτό που θέλω λοιπόν μας ξύπνησε γλυκά και τι μας είπε ; "Θέλετε να σας χτενίσω και να σας κουρέψω ;"
Σα να μην ειχε καθόλου αλαζονεία,περηφανια που ηταν τόσο σπουδαία και όμορφη. Σα να ‘ταν η πιο γλυκιά και ταπεινή ψυχή.
-Ναι κουρεψε μας ,γιατι όχι...
της είπαμε αμήχανα…Πήρε τα ψαλιδάκια της κι άρχισε να ξαλαφρώνει τα κεφάλια μας απ’τα περιττά μαλλιά ,μας ομόρφαινε και τους δυο κυρίως τη φίλη που ηταν μαζι μου.
Καθώς την κουρευε αλλαζε το προσωπο της κι εβλεπα στιγμες που ειχα ζησει εντονες μαζι της κι ολοσδιολου ειχα ξεχασει...Α ναι τότε που ηταν Σαββατο στους προποδες του λοφου τοτε που εκλαιγε από χαρα κι από τρελα.
Της έκοψε τα μαλλιά κοντά όπως τοτε κι άφησε μια μικρη ουρίτσα πίσω στη χαίτη.Μετά η ξανθια πριγκιπησσα ,που για χαρη μας εγινε κομμώτρια ,ειπε τωρα θα σας κοψω τα νύχια των ποδιών ,κι εγω δεν αντεξα τοση αγαπη ,παλι δεν αντεξα τοση αγαπη ,τρελάθηκες που θέλεις να μας κόψεις και των ποδιών μας τα νύχια,..πού μπορεί να καταλήξει αυτό;,δεν την πίστευα πια , είπα πώς είναι δυνατόν να την εχω θελήσει τόσο πολύ.Διέλυσα το ονειρο μου κι έπρεπε να ξυπνήσω γιατί δεν μπορει παρα να είναι πια πρωί κι εγω έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω.
Παρ’ολο που η Ανοιξη συνεχίζει ακάθεκτη να παρουσιαζει και νέες φουρνιες λουλουδιών,αυτές τις μερες εχουν τη σειρα τους οι ανθισμενες νερατζιές κι οι λεμονιές στην Αθήνα,
η ζωη δεν ξεχνάει να σου δείχνει τα δόντια της ,καμιά φορα μάλιστα δαγκώνει και μετα πονάει αφου ακόμα δεν έχεις βρεί τρόπους ν’απαλλάσσεσαι από τον βραδυνό ισολογισμό λαθών και ωφελίμων πράξεων.
Τα μάτια που βλέπουν και τα αυτια που ακούν ,τα παράθυρα,τα συνορα μας με τον εξω κοσμο.
Φερνουν τα ομορφα και τα πικρά,τα γοητευτικά και τ’ανησυχητικά απ’τους αλλους ,τους μακρινους μας αλλους.
Οταν κλεινουν και μενουμε μονοι ,όταν δεν υπαρχει τροπος να ερθουν κι αλλα μηνυματα κι αλλα κουδουνισματα κι άλλες προκλησεις απ’εξω καθομαστε εμεις με τον εαυτο μας
Κλεισμένοι στο κέλυφος μας ,εκπέμπουμε μονο προς τα μεσα,με την τιμιότητα της μοναξιάς ,χωρις τις αλλοιώσεις που επιβαλλει το οποιοδηποτε κοινο, η αλήθεια είναι πιο ευκολη ,πιο προσιτη τοτε ,οι επιτηδευσεις οι λογικες, οι αξιωσεις ,οι τακτικες χανουν τη σημασια τους.
Το τυχαιο λαμβανει τη περίοπτη θεση του,ο χρονος γινεται πιο πιστος.
Ολο το συμπαν κι η μοναξια μας,
ολη η λογικη ,όλα τα λογια κι η μοναξια μας ,
ο ηλιος κι εγω,
το νερο κι εγω.
Ζωη σαν ταξιδι,θανατος σαν ταξιδι,κολυμπω στο συμπαν χωρις ενοχές ,όρους ,συμβάσεις ,σχέδια.
Ερχομαι και πηγαίνω,φεύγω και είμαι εδώ.
Κι αν γύριζε ο χρόνος πισω στην αρχή
όπως γυρίζει πίσω μια βιντεοκασέτα
το ίδιο αδέξια,με την ίδια ταραχή
τα ίδια θα κάναμε,ασ'τα και γαμησέ τα.
Τίτος Πατρίκιος
(το διάβασα σήμερα στην Ελευθεροτυπία ή στα Νέα)
Δείχνουν 5 η ώρα
δείχνουν 7 καί μισή
δείχνουν 8
δείχνουν 10
δείχνουν 6 καί μισή
δείχνουν 17
δείχνουν 4 καί μισή
δείχνουν 17 καί μισή
δείχνουν 3 τρείς
δείχνουν 1 μία
δείχνουν 6
δείχνουν ΘΑΝΑΤΟ
Ο κοσμος δεν πολυβγαίνει πια .Στα λιγα μισο-άδεια μαγαζια, που επιμένουν να στέκονται τις καθημερινές, καμιά φορα εκτυλίσσονται νύχτες μαγικες.
Η νταμα μαθαινε το συνοδο της πώς να χορεύει με το σωμα, με τα χέρια, με τους ωμους,με τους αγκώνες ,με την ψυχή,του έλεγε πως οι ψυχες των ανθρωπων μπορουν να καθαρίσουν με τανγκό και αγάπη,να πάνε με τη μεριά των αγγέλων επι γης.
Το τανγκο γεμιζε τον χώρο,μόνο δυο ζευγάρια χορευαν και μερικοί στον πάγκο του μπαρ συζητούσαν.
H μουσικη φούσκωνε μέσα στο άδειο μαγαζι,μια μουσικη γι αδειους δρόμους ,γι άδεια μπαρ,γέμιζε άδειες ψυχές,εγραφε στα χείλη πονεμένα παράξενα χαμόγελα.
Μετα καθως πλησίαζαν τα μεσάνυχτα κι αυτης της Πεμπτης πηρε σειρά ενα συγκροτημα salsa με τον βενεζουελάνο τραγουδιστή που ειχε βγει απο κλασσικά εικονογραφημένα προ αμνημονεύτων χρόνων,μ’εκείνο το ανέφελο κέφι της εφηβικής ηλικίας που δεν θέλει να σκοτίζεται για το βάθος του πεδίου.
Οταν νυχτωνει ,κι εγω δεν εχω ξυπνησει απ'τον υπνο του μεσημεριου.